Η κερά Μάρκαινα από το πρωί δεν είχε σταθεί μια στιγμή για να συγυρίσει το σπιτάκι της. Μέρες που έρχονται, έλεγε στην Ανθούλα, την κόρη της, κοριτσάκι πέντε χρονών, πρέπει κανείς να δουλέψει. Το απομεσήμερο πήγε να δει τι γίνονται και τα ζωντανά της και να τους δώσει να φάνε. Σαν πάντα, η Ασπρούλα η χαϊδεμένη της κατσικούλα έτρεξε πρώτη, μα δεν είχε πια στο λαιμό της τ’ ασημένιο κουδουνάκι, που φορούσε μαζί με το φυλαχτό, για το μάτι. Η κερά Μάρκαινα άμα το παρατήρησε ταράχτηκε πολύ, το πήρε για κακό σημάδι κι άρχισε να ψάχνει παντού, στο περιβόλι, στο λιβάδι, τέλος όπου πήγαινε η κατσικούλα, αλλά τίποτα. Γύρισε σπίτι στενοχωρημένη και το είπε στην Ανθούλα. Η παιδούλα χωρίς να ανησυχήσει, εξακολουθώντας να κάνει με ένα ξυλάκι και ένα κομμάτι πανί μια κούκλα, της αποκρίθηκε.
– Έννοια σου μάνα και ο Χριστός θα της το ξαναφέρει το κουδουνάκι της, της Ασπρούλας.
Η μάνα χαμογέλασε με τα λόγια του παιδιού και επειδή δεν είχε καιρό να χάνει άρχισε να πλάθει τα Χριστόψωμα, γιατί το ζυμάρι ήταν έτοιμο. Ώσπου να τελειώσει τις δουλειές της η κερά Μάρκαινα νύχτωσε, και όταν γύρισε από τον φούρνο με τα μυρωδάτα ψωμιά πάνω στο κεφάλι, βρήκε την Ανθούλα μισοκοιμισμένη στην καρεκλίτσα της, την έβαλε στο κρεβατάκι της και άρχισε να συγυρίζει τα ρούχα που θα φορούσανε για να πάνε με το χάραμα στη λειτουργία. Έξω όσο πήγαινε ο καιρός και αγρίευε, το χιόνι είχε γίνει πιο πυκνό και που και που άρχιζαν τα δέντρα να ασπρίζουνε. Ο βοριάς άγριος φυσομανούσε ανάμεσα από τα γυμνά κλαριά και τους τίναξε την άσπρη και απαλή φορεσιά τους.
Το ρολόι της εκκλησιάς χτύπησε μεσάνυχτα και η κερά Μάρκαινα ετοιμάστηκε κι εκείνη να κοιμηθεί, όταν δυνατό φύσημα αγέρα έφερε ένα ήχο μακρινής καμπάνας.
– Σε καλό του Παπαστάθη, από τώρα σημαίνει, είπε μονάχη της, και πλάγιασε να πάρει κανένα ύπνο.
Η καμπανίτσα όμως εξακολουθούσε να σημαίνει και στον ήχο αυτό πετάχτηκε η Ανθούλα από το κρεβατάκι της, μισοκοιμισμένη ακόμη, λέγοντας σιγά:
– Είναι ο άγγελος που κατεβαίνει να μας φέρει τα Χριστούγεννα. Η κυρά Μάρκαινα φοβισμένη σηκώθηκε κι εκείνη να δει τι έχει το παιδί της και έκανε φασαρία, τότε της φώναξε η Ανθούλα:
– Μη, μάνα, μη κάνεις κρότο και φύγει ο άγγελος. Άκουσε πως χτυπάει το κουδουνάκι που τ’ αγγίζει με τα άσπρα τα φτερά του, τώρα θα προβάλει κάτω από το τζάκι.
Η κερά Μάρκαινα τρομαγμένη έκανε το σταυρό της και προσπαθούσε να ησυχάσει την Ανθούλα, μα ‘κείνη γεμάτη χαρά ζητούσε να κατέβει από το κρεβάτι για να δει τον άγγελο που έφερνε τα Χριστούγεννα.
– Κοιμήσου, παιδί μου, της έλεγε η μάνα της, κοιμήσου, δεν είναι τίποτα, ο αγέρας σφυρίζει ανάμεσα από τα ξερά κλαριά και κάνει αυτό τον κρότο.
– Όχι, μάνα, όχι είναι το κουδουνάκι της Ασπρούλας, που το έβαλα μέσα στο φουγάρο του τζακιού για να ακούσω το κρότο του και να ξυπνήσω την ώρα που θα ‘ρθει ο άγγελος.
Η κερά Μάρκαινα δεν μπορούσε να καταλάβει πως της ήρθε αυτή η ιδέα της Ανθούλας. Τότε εκείνη της εξήγησε πως, το ζωγραφισμένο βιβλίο που της χάρισε η νουνά της πέρσι τα Χριστούγεννα είχε όλο εικόνες, που ο άγγελος έφερνε χίλια καλά από το τζάκι στα παιδιά, γι’ αυτό θέλησε κι εκείνη να δει αν θα ‘ρθει και στο σπίτι τους ο άγγελος, και για να τον ακούσει έβαλε το κουδουνάκι της Ασπρούλας στο τζάκι.
Ειρήνη Νικολαΐδου