Μες στο δοξαστικό των ποδιών ιερό
Σμάρι αμέρωτο χαύνα χουγιάζει
Ομόθυμο κύμα θεριακώνει γερό
Ωσάν το θέαμα άρτους σταλάζει
Ιεροφάντες αλαλάζουνε κούροι αψά
Καμπάνας αχός τελαλίζει στον κάμπο
Ξαγορεύουνε σώμυχα όλο πάθη αδρά
Σύνολος βίος φουρκισμένος στην άμμο
Νοήσανε θεοί το προπάτορο κρίμα
Σαν όνομα δώσανε στην απάρθενη γαία
Ιχώρας μας κι αίμα, των φοινίκων το χρήμα
Χαλκός, αλαλάζοντες, επικήδεια μαία
IX.IX.MMXI
Το ποίημα εγράφη αμέσως μετά την επιστροφή μου από ένα παρατεταμένο ταξείδι δύο μηνών στη Βόρεια Ευρώπη. Αναφέρεται στην εξόφθαλμη φιλαργυρία των σημερινών Κυπρίων -την ολετήρια μητέρα απάντων των παθών- της οποίας η φρενίτιδα, έχει μεταβάλει τον αμελητέο τους μικρόκοσμο σε μια κόλαση αλληλοσπαραττομένων καννιβάλων.
Τόσο πολύ τους έχει τυφλώσει τα των φρενών τα αισθητήρια που δεν ημπορούν να νοήσουν την επικείμενη Τουρκική Εισβολή (“Αττίλας 3”). Απευκταίο παράδειγμα προς αποφυγήν. Άνθρωποι άψυχοι, παντελώς απνευμάτιστοι και κτηνωδώς υλόφρονες, εμποροφοίνικες, πουλημένος θορυβώδης χαλκός, όνομα και πράμα.
Κύριε ελέησον
Από την Ποιητική μου συλλογή: “Σαπφικά Απηχήματα”, Αγία Πετρούπολη, σελ. 2
Παντελής Χρ. Στεφάνου