Ο Πωλ Γκωγκέν, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του μετά – ιμπρεσιονισμού, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 7 Ιουνίου του 1848. Η μητέρα του καταγόταν από το Περού. Για εκεί το έσκασε η οικογένεια του, ένα χρόνο μετά την γέννηση του, όταν ο πατέρας του κατηγορήθηκε ως εχθρός του Βοναπάρτη. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού, όμως, ο πατέρας του πέθανε. Η υπόλοιπη οικογένεια συνέχισε το ταξίδι και έφτασε τελικά στην Λίμα του Περού, όπου και έμεινε για έξι χρόνια έως το 1855.
Το 1855, η οικογένεια επιστρέφει στην Γαλλία και εγκαθίσταται στην πόλη Ορλεάνη. Ο Γκωγκέν είναι επτά ετών και στην πόλη αυτή ξεκινά τις σπουδές του. Τα χρόνια περνούν και όταν ο Γκωγκέν έφτασε σε ηλικία 17 ετών, το 1865, κατατάγηκε στο Γαλλικό ναυτικό. Δύο χρόνια μετά την κατάταξη του, το 1867, πεθαίνει η μητέρα του και αναλαμβάνει την κηδεμονία του ο Γκουστάβ Αρόζα. Στο Γαλλικό ναυτικό θα παραμείνει μέχρι το 1870, όπου τελείωσε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος.
Μετά το πέρας της θητείας του, ο Γκωγκέν, εγκαθίσταται στο Παρίσι και ξεκινά να εργάζεται ως χρηματιστής. Παράλληλα με την εργασία του, την οποία ασκεί με επιτυχία βγάζοντας αρκετά χρήματα, αρχίζει να ζωγραφίζει δειλά δειλά μαζί με τον φίλο και συνάδελφο του Emile Schuffenecker.
Στην αρχή της καλλιτεχνικής του ζωής εντάσσεται στο κίνημα των ιμπρεσιονιστών και ακολουθεί τις δικές τους «γραμμές» στα έργα του. Καθώς όμως μεγαλώνει και εξελίσσεται ο καλλιτέχνης που έκρυβε μέσα του, αρχίζει να απαγκιστρώνεται από τις αρχικές επιρροές του και χαράζει την δική του πορεία. Μια πορεία που βασική της γραμμή είναι να ζωγραφίζει αυτά που αισθάνεται με την ψυχή του και όχι αυτό που βλέπει με τα μάτια του.
Το 1873 παντρεύεται με την Μέτε Γκαντ, με την οποία θα αποκτήσει τελικά πέντε παιδιά. Όσο περνάει ο καιρός, ο Γκωγκέν, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στην ζωγραφική, φτάνοντας στο σημείο να εγκαταλείψει την δουλειά του και να ασχοληθεί πλέον αποκλειστικά με αυτήν. Οι οικονομικές δυσκολίες που ακολούθησαν την εγκατάλειψη της εργασίας του, αναγκάζουν τον ίδιο και την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Κοπεγχάγη, το 1884, όπου η γυναίκα του είχε συγγενείς. Εκεί ο εφοπλιστικός οίκος Ντίλις και Σία του προτείνει συνεργασία, και ο Γκωγκέν αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τις κουκούλες των πλοίων της εταιρείας. Αρνείται όμως να προσαρμοστεί στις συνθήκες εργασίας και ζωής της Κοπεγχάγης και μετά από ένα χρόνο, το 1885 εγκαταλείπει την εργασία, την πόλη και την οικογένειά του, και επιστρέφει στο Παρίσι με σκοπό να αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στην τέχνη του.
Για μια περίοδο έξι ετών, από το 1885 έως το 1891, ο Γκωγκέν θα ζήσει κυρίως στο Pont – Aven της Βρετάνης, διακόπτοντας την διαμονή του εκεί για μικρά χρονικά διαστήματα που έμεινε στο Παρίσι, στον Παναμά και στην Αρλ, φιλοξενούμενος του ζωγράφου Βαν Γκογκ.
Το έτος 1891 ο Γκωγκέν αποφασίζει να εγκαταλείψει την Γαλλία. Δύο προορισμοί υπάρχουν στο μυαλό του. Η Μαδαγασκάρη και η Ταϊτή. Επιλέγει τελικά την δεύτερη στην οποία θα μείνει δύο χρόνια ως το 1893. Επιστρέφει κατόπιν στην Γαλλία όπου κάνει μια έκθεση με τα έργα που έχει ζωγραφίσει στην Ταϊτή. Η έκθεση δεν είχε επιτυχία και η άσχημη οικονομική κατάσταση του καλλιτέχνη συνεχίζεται.
Τελικά θα εγκαταλείψει μόνιμα πλέον την Γαλλία το 1895, και θα εγκατασταθεί στις νήσους Μαρκησίες. Εκεί ζει ζωγραφίζοντας αλλά και σκαλίζοντας γλυπτά σε ξύλο. Έτσι θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του που ήρθε στις 8 Μαΐου του 1903, σε ηλικία 55 ετών.