ΟΥ ΜΠΛΕΞΕΙΣ!
Πώς να μπώ μέσ’ στα σκοτάδια της Ψυχής,
πώς να γνωρίσω τί κρύβεται πίσ’ απ’ το πρόσωπο
το ευγενικό, το γελαστό καί το χαρούμενο,
αυτού του όντος π’ ονομάζετ’ άνθρωπος!
Τί άραγε να πώ, όταν η μάσκα πέσει
καί κοιτάξω στο βάθος της υποκρισίας.
Πώς ν’ αντιδράσω, όταν έντρομο το ψέμμα,
τρέχει να σβήσει απ’ την όψη της αλήθειας.
Όταν σκεφθεί κανείς ότι τα πάθη,
παρακινούν τον καθένα στα λάθη.
Κι αν ο καθείς αυτός είναι δικός σου,
τότε δεν ξέρεις πιά, ποιός είν’ ο λογισμός σου.
Γιατί σου έρχονται αισθήματα ανάμικτα.
Πότε οργή, συμπόνοια, αδιαφορία,
που οπωσδήποτε είναι μιά δυσφορία
κι ένα σκοτάδι, σαν τα άγρια μεσάνυχτα.
Σκοτάδι σκέτο, με βλέμμα θολό.
Κοιτάς μπροστά, αλλά αλλού έχεις το νού σου.
Μέσα στης παραζάλης το μεθύσι,
κάποια σου σκέψη περιμένεις να νικήσει.
Που είν’ ανάλογη του χαρακτήρα,
που έφτιαξες, που έχεις, πού πιστεύεις.
Τέτοια αποτελέσματα εσύ θα επιδιώξεις,
όσα υπαγορεύονται απ’ τη δική σου πείρα.
Μα τέτοια λάθη είν’ σχεδόν ανεπανόρθωτα.
Μόνο με σύνεση, μπορείς να τ’ αντικρύσεις.
Γιατί δεν θα μπορείς να πιάσεις τ’ ακατόρθωτα
καί όπως θές να τον διακυβερνήσεις.
Κάνε κουράγιο. Την καρδιά σου κάνε πέτρα.
Μ’ υπομονή υπόδειξέ του τί πιστεύει.
Όταν θα δεί την κατάσταση ψεύτρα,
θ’ απογοητευτεί. Από τα σύννεφα θα πέσει.
Ίσως γίνεις κακός. Μα μη σε νοιάζει,
αν η συνείδηδη που έχεις σε προστάζει.
Καί σου φωνάζει: «Ναί! Αυτό πρέπει να κάνεις».
Γιατί αν αρνηθείς, ντροπή καί τύψεις θάχεις!
Έτσι με τρόπο γελαστό καί δελεαστικό,
όποιος τη φρόνηση δεν έχει, παρασύρεται.
Μ’ αντί να βρεί κάτι καλό, τότε διασύρεται.
Aφού δε θέλησε να δεί, την έννοια που κρύβεται…
Πειραιάς, Δεκέμβριος 1972
Γεώργιος Βελλιανίτης