Ονειρευόμουν ότι δε θα συμβιβαζόμουνα με οτιδήποτε λιγότερο από το άριστο. Ονειρευόμουν ένα κορίτσι της παιδικής μου ηλικίας με το όνομα Μαρία η οποία φώναζε: Να με θυμάσαι. Ονειρευόμουν. Πως να σωθείς όμως από τα όνειρα όταν δεν είσαι πια παιδί Γιατί; Αυτό όμως σας ρωτώ και εγώ που πολλές φορές πηγαίνω και ονειρεύομαι κάτω από μια παλιά φωτογραφία της Θεσσαλονίκης. Άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μη καταλάβω που ακριβώς έκανα λάθος Τις νύχτες μου έπαιρνα μαζί μου και το ταξίδι που ονειρευόμουν, χωρίς να ξέρω τον προορισμό του. Δεν ήθελα να κάνω τη ζωή μου μίζερη για να μοιάζει λίγο με αληθινή. Τα βράδια μου έριχνα τα όνειρα μου από το παράθυρο μπας και τα βρουν αυτοί που έχασαν το ταξίδι τους. Κοίταξα τ’ άστρα,κι αυτά έλαμπαν. Όρμηξα να πιάσω ένα που έπεφτε. Διάβασα τα ονόματά τους. Ξαφνικά δε μ’ ένοιαξε. Ακολούθησα τη μοίρα μου της οποίας ήμουν κύριος. Αλλά ήμουν πολύ εγωιστής για να μετανιώσω που δε βρήκα χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί. Που δεν έκανα αληθινή μια επιθυμία. Που δεν περπάτησα στους δρόμους των ονείρων μου. Κάποτε με ρώτησε εκείνο το κορίτσι αν είδα την πανσέληνο; Όχι δεν είδα τίποτα γεμάτο. Σκέφτηκα τι δε με περιμένει ακόμα. Ο χρόνος με ρώτησε από που θέλω να περάσει. Ο αμείλικτος χρόνος… ΚΑΝΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΡΧΗ. Ονειρευόμουν.
Ευχαριστούμε πολύ τον καθηγητή κοινωνιολογίας και ψυχολογίας κ. Δεμιτσάνη, που μας έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσουμε το παραπάνω έργο του.