«Ό,τι και να πει κανείς για τη σημασία της μελέτης των κειμένων είναι λίγο: είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο πιο ευχάριστος δρόμος για κάθε είδος μάθησης. Γνωρίστε τα πράγματα από πρώτο χέρι. Αντλείτε από την πηγή. Ερευνάτε και ξαναερευνάτε το κείμενο».
La Bruyere, Les caracteres, De quelques usages, 72.
Η έλλειψη αξιολόγησης στην Εκπαίδευση, εν γένει, μιας πολιτείας που, επί τουλάχιστον μια εικοσαετία τώρα, νομοθετεί και θεσμοθετεί ψηφοθηρικά και όχι οραματικά με προοπτική ζώσα, και το όραμα για μια ανθρωπιστική παιδεία βασισμένη στα αρχαία κείμενα που εισέρχεται σχεδόν νομοτελειακά μέσα από την υλοποίηση του αιτήματος επανίδρυσης των κλασσικών λυκείων, αποτελούν δυο παράλληλες πορείες που δεν συναντήθηκαν ποτέ στο παρελθόν, δεν συναντώναι επ ουδενί στο παρόν και δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ στο μέλλον.
Τα αρχαία κείμενα μιλούν μόνο στους μυημένους. Στη χώρα αυτή σιωπούν βυθισμένα στη μελαγχολική τους μοναξιά, στην οικεία τους θλίψη… παροπλισμένα και παραγκωνισμένα καθώς οι νέες γενιές των Ελλήνων φιλολόγων, αποφοιτώντας από ένα υποβαθμισμένο σχολείο που περιθωριοποιεί την αριστεία και την ικανότητα ως γραφικότητα και από ένα ομοίως προβληματικό πανεπιστήμιο, που επιβραβεύει στην πράξη την αντιγραφή και τη μετριότητα, παρουσιάζουν τεράστιο έλλειμμα κλασσικής παιδείας, έχουν ελάχιστη επαφή με τις πρωτογενείς πηγές… μιαν ανερμάτιστη ημιμάθεια πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη της εμπορευματοποιημένης, ως επί το πλείστον, τέχνης και γαλβανισμένη με το εντυπωσιακό περίβλημα των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας (που χρειάζονται μεν, αλλά δεν είναι πανάκεια, όπως αρέσκεται να δηλώνει με λόγια και να πραγματώνει με πράξεις το Υπουργείο Παιδείας), καλύπτουν το σύμπαν της «επιμόρφωσης» των φιλολόγων.
Το άδειο και το κενό, ένας χωρίς έρμα μετεωρισμός που μεταδίδεται ως σύγχυση στις νέες γενιές ανθρώπων, στερημένων του κλασσικού ιδανικού, της μόνης διαχρονικής παιδείας, της Κλασσικής Παιδείας του αρχαιοελληνικού και ελληνορωμαϊκού πολιτισμού… παράλληλα, η κυριαρχία της εύπεπτης και φθηνής λογοτεχνίας της αγοράς που σχεδόν αποκλειστικά προωθείται από εκδότες-εμπόρους, η επιβολή της υποκουλτούρας και θολοκουλτούρας της άμεσης κατανάλωσης και του εφήμερου, της γκλαμουριάς, η επιδερμική και άκριτη, μηχανική και παπαγαλίστικη προσέγγιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού χωρίς σφαιρική ερμηνεία και αποκωδικοποίηση του βάθους του, όλα αυτά μαζί σκοτεινιάζουν επικίνδυνα το τοπίο…
Νέες γενιές φιλολόγων που έχουν εισαχθεί στις Φιλοσοφικές Σχολές έχοντας γράψει στο βασικό μάθημα εισαγωγής, δηλαδή στην αρχαία ελληνική γραμματεία από δώδεκα έως αρκετές μονάδες κάτω από τη βάση του δέκα, δυσκολεύονται πραγματικά πολύ να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον αρχαίο λόγο… κατάντια άνευ προηγουμένου που σχεδόν κανένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, τόσα χρόνια τώρα, δεν είχε την τόλμη να στηλιτεύσει, να καταγγείλει, πόσο μάλλον να αγωνιστεί σθεναρά ώστε να παύσει.
Φαεινές εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν. Δυστυχώς όμως ο κανόνας δίνει τον γενικότερο τόνο κι αυτός είναι μέτριος έως κακός, πολύ κακός… Το ομιχλώδες τοπίο της ελληνικής φιλολογικής-θεωρητικής παρηκμασμένης πραγματικότητας έρχονται να «φωτίσουν» (φευ! της ειρωνείας) οι αποστομωτικές δηλώσεις του διεθνούς φήμης Γερμανού σχεδιαστή μόδας Καρλ Λάγκερφελντ για τη διεθνή σημαντικότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ως βάσης του ευρωπαϊκού. Από την άλλη μεριά, Βρετανοί παιδαγωγοί, σύμφωνα με τον αθηναϊκό τύπο, εισάγουν στοιχεία αρχαίας ελληνικής ως μάθημα στο δημοτικό σχολείο. Στην Ελλάδα αντίστοιχα «έγκριτοι» πανεπιστημιακοί αρκούνται να ελεεινολογούν, στις ιδιωτικές τους κυρίως συζητήσεις, το επίπεδο των φοιτητών/φοιτητριών τους στις θεωρητικές σχολές, λέγοντας πως το Πανεπιστήμιο πια έχει καταντήσει Λύκειο και έτι χειρότερο… χωρίς όμως να αδράχνουν την ευκαιρία να αναλάβουν τις ευθύνες τους, χωρίς αληθινό και καίριο δημόσιο λόγο. Γιατί βεβαίως «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Και ο πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός δημόσιος λόγος σπάνια είναι τολμηρός και ελεύθερος από αγκυλώσεις και κομματικές «ομπρέλες».
Κι ως πρόταση κατακλείδα τι; Ο προιών θάνατος της γερής, σταθερής και αυστηρά δομημένης αρχαιοελληνικής, κλασσικής παιδείας στον τόπο που τη γέννησε. Βαρύ το φορτίο για το ήδη υποθηκευμένο μέλλον μας ως διακριτής, πολιτισμικής και εθνικής οντότητας και ενότητας… άλλωστε ο μοναδικός λόγος που μας σέβονται ακόμη όλοι οι πολιτισμένοι λαοί είναι η ελληνική αρχαιότητα ως σύνολο λόγου, γλώσσας, πολιτισμού, ήθους κι όχι η ευτέλεια του κοινωνικοοικονομικού και πολιτιστικού νεοελληνικού μας γίγνεσθαι. Άλλωστε, χωρίς βαθιά γνώση των αρχαίων ελληνικών (και δεν εννοώ μόνο από το πρωτότυπο μα και από μετάφραση) δεν υπάρχει ελπίδα για δημιουργική καλλιέργεια και των νέων ελληνικών και το αντίστροφο: γιατί αυτά τα δυο μεγέθη αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα πνεύματος, πύρινη νοητική και συναισθηματική δύναμη τεραστίων διαστάσεων… Η συντελούμενη, εδώ και τουλάχιστον είκοσι έτη, βέβηλη προσπάθεια διάσπασής τους με την παντελή απουσία έμπρακτων κανόνων στην εκπαιδευτική διαδικασία, την ανεκδιήγητη χαλαρότητα στις παιδαγωγικές σχέσεις δασκάλων/καθηγητών-μαθητών, την εγκληματική διαφθορά στη διοίκηση της εκπαίδευσης, την έλλειψη σεβασμού για τα μορφωτικά αγαθά που δεν παρέχουν άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, όπως είναι τα αρχαία ελληνικά και η κλασσική-θεωρητική παιδεία γενικότερα, έχει καταστήσει άγονη έρημο την ουσιαστική, ποιοτική, με έρμα και υπευθυνότητα φιλοσοφική παιδεία στη χώρα μας. Για του λόγου το αληθές: οι διαπιστώσεις για την απουσία αξιοκρατίας και πρωτότυπης έρευνας στα ελληνικά πανεπιστήμια, η έλλειψη σαφών κριτηρίων και αυστηρότητας ως απαραίτητες προϋποθέσεις εισαγωγής στις φιλοσοφικές σχολές και το συνακόλουθο χαμηλό επίπεδο σπουδών των νέων ιδιαίτερα αποφοίτων. Όλα τα παραπάνω ισοδυναμούν με απονέκρωση της κλασσικής παιδείας και άρα θάνατο της ρίζας του πολιτισμού μας.
Η πολιτεία και οι λειτουργοί της κωφεύουν, εθελοτυφλούν στα προτάγματα των καιρών: κοινωνικοί εταίροι του συστήματος εκπαίδευσης, πάρεδροι του παιδαγωγικού ινστιτούτου, σχολικοί σύμβουλοι φιλολόγων, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι στις φιλοσοφικές μας και λοιπές ανθρωπιστικές σχολές, πανελλήνιες και περιφερειακές ενώσεις φιλολόγων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε στάθηκαν αρκετά πρόθυμοι, ικανοί, τολμηροί να επαναφέρουν και να υποστηρίξουν σθεναρά το αίτημα επανίδρυσης των κλασσικών λυκείων προκειμένου να αναβαθμιστεί, ολοκληρωμένα και συστηματικά, η αρχαιοελληνική παιδεία στον τόπο μας. Αυτός ο τόπος που τη γέννησε δεν αποδείχτηκε ούτε άξιος μεταπράτης μιας κληρονομιάς με επιτεύγματα, εν πολλοίς ανυπέρβλητα, στο πέρασμα του χρόνου, τη στιγμή που άλλες χώρες με πολύ πιο «ασήμαντες» κατακτήσεις στο χώρο του πνεύματος και του πολιτισμού, έχουν κατορθώσει να επιτύχουν παγκόσμια προβολή των αξιών τους και των εθνολογικών τους στοιχείων, με το ανάλογο οικονομικό αντίκρυσμα.
Στα αζήτητα παραμένει η κλασσική παιδεία στη χώρα που τη γέννησε. Το μέλλον ήδη υποθηκεύτηκε. Η οικονομική πίεση στη χώρα προκαλεί κυριολεκτική και συμβολική υποχώρηση σε πεδία εξωτερικής και εσωτερικής, δυστυχώς, υφής. Και η πασίγνωστη ρήση «αν θέλεις να καταστρέψεις, να αφανίσεις πολιτισμικά έναν λαό, απόκοψέ τον από τις ρίζες του» παίρνει σάρκα και οστά εδώ και δυο τουλάχιστον δεκαετίες… κι ας προσποιούνται υποκριτικά οι αρμοδίως και καθ ύλην υπεύθυνοι πως δεν το έχουν αντιληφθεί: το ημιθανές σαρκίο του ήδη όζει…
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην Ελλάδα θα έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον δέκα κλασσικά λύκεια στην πρωτεύουσα και στις υπόλοιπες μεγάλες επαρχιακές πόλεις, στα οποία οι διδάσκοντες (φιλόλογοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, εικαστικοί, αρχιτέκτονες, τεχνολόγοι και ενδεχομένως κι άλλες ειδικότητες που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό), θα προσλαμβάνονταν με αυστηρά κριτήρια ευρείας αρχαιομάθειας σε πολλά επίπεδα: γλώσσα, ιστορία, πολιτισμός. Τέτοια σχολεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν φυτώρια εξαιρετικών, συνειδητών φιλολόγων και πόλους έλξης μαθητών/μαθητριών και ενδεχομένως ενηλίκων από χώρες του εξωτερικού με ανάλογα ενδιαφέροντα: ένα μακρόπνοο «σχέδιο εργασίας» που θα απέβαινε αρκετά προσοδοφόρο και οικονομικά στον καιρό των ισχνών αγελάδων που διανύουμε. Όμως φαίνεται ότι λείπει η έμπνευση, το όραμα και η πολιτική βούληση από τους ταγούς και το λαό που έχει απεμπολήσει την κληρονομιά και τις αξίες του εμπράκτως, επιμένοντας μόνο στην άκριτη κατανάλωση υλικών αγαθών. Το πνεύμα του ατροφεί αργοπεθαίνοντας.
Επί Ρωμαιοκρατίας η έννοια «Έλλην» ήταν ταυτόσημη του μορφωμένου, «γραμματισμένου» και καλλιεργημένου ανθρώπου. Κάθε πλούσια ρωμαϊκή οικία διέθετε έναν Έλληνα φιλόσοφο ως παιδαγωγό ανηλίκων και δάσκαλο ενηλίκων και πολλές φορές έναν Έλληνα γιατρό. Σήμερα Έλληνας σημαίνει αναξιόπιστος δανειολήπτης, κλέφτης, απατεώνας, ούτε καν Καραγκιόζης μιας και τον τελευταίο πρόλαβαν να τον οικειοποιηθούν επίσημα στην Ουνέσκο οι φίλτατοί μας γείτονες… Θα υπάρξει άραγε ανατροπή επί το βέλτιστον ή αυτή η βουρκώδης ημιμάθεια θα μας σύρει όλους στον πάτο ως κινούμενη άμμος; Ίδωμεν… Εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.