Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ
Είν’ απόμαχος ναυτικός.
Κάθεται τώρα σκεφτικός
στο μουράγιο.
Κάποτε εκινδύνευσε.
Τότε φτηνά τη γλύτωσε.
Είχε Άγιο.
Πολλά χρόνια επέρασαν.
Τα βάσανα τον γέρασαν.
Κουράστηκε.
Πολλοί τον επροδώσανε.
Όξος, χολή του δώσανε.
Φαντάστηκε,
Πώς όλοι είχανε καρδιά.
Αυτός ήταν απ’ τα παιδιά,
π’ αγαπούσαν.
Έφερνε χρήμα στη στεριά.
Τάβαζε σε καλή μεριά.
Του αρκούσαν,
Γιά μία σύνταξη καλή.
Συνάλλαγμα έφερνε πολύ,
στο Ταμείον.
Στα χρόνια που περίμενε,
τα πάνω κάτω ήρθανε.
Όλα μείον.
Πάντα είχε την Ελπίδα
να γυρίσει στην Πατρίδα,
περήφανα.
Αλλά όταν ήρθ’ η Ώρα
Πολλά χάθηκαν στη Χώρα,
περίτρανα.
Όσοι είχαν περηφάνεια,
βρέθηκαν μεσ’ στην ορφάνεια.
Προδόθηκαν.
Χωρίς να το περιμένουν,
σ’ όσους λύνουνε καί δένουν,
εδόθηκαν.
Την Ελληνική Σημαία,
περιφέροντας γενναία,
ετίμησε.
Μα ήρθαν τα πάνω κάτω.
Αυτός βρέθηκε στον πάτο.
Ατύχησε.
Γεώργιος Βελλιανίτης