Ο ΝΑΡΚΟΜΑΝΗΣ
Κάθεται κεί στη γωνία.
Περιμένει μ’ αγωνία,
νάρθει γρήγορα ο Χάρος.
Έχει ένα μεγάλο βάρος.
Προσπαθεί γιά να ξεφύγει
μέχρι οριστικά να φύγει.
Κοιτάζει πέρα στο δρόμο
με τα μάτια όλο τρόμο.
Πολύ έχει αδυνατίσει.
Δεν γνωρίζει αν θα ζήσει.
Ούτε ζέστη ούτε κρύο.
Δεν τα νοιώθει καί τα δύο.
Θα του δώσουν το φαρμάκι
μέσα σ’ ένα ραβασάκι.
Απατηλή απόλαυση.
Ο δρόμος γιά την κόλαση.
Αμαρτίες ποιών πληρώνει.
Στους ώμους του τις σηκώνει.
Έχασε το ενδιαφέρον
Δεν γνωρίζει το συμφέρον.
Από άλλων κάποιο λάθος,
πνίγηκε μέσα στο πάθος.
Θάρθει αυτός με το δρεπάνι.
Θα του δώσει τη σκαπάνη,
τάφο μόνος του ν’ ανοίξει
τη ζωή του κεί να ρίξει.
Ζεί σε μία άλλη χώρα
που τον τρώει κάθε ώρα.
Κεί δεν υπάρχει γυρισμός.
Δεν θα υπάρξει λυτρωμός.
Εμάς τι μας ενδιαφέρει.
Κοιτάμε τί μας συμφέρει.
Δεν πάν’ να πνιγούνε όλοι.
Βλέπουμε το πορτοφόλι.
Είναι ξένα προβλήματα.
Δεν μας πιάνουν τα βλήματα.
Ναρκωμένη κοινωνία
με χαμένα τα ηνία.
Δεν υπάρχει πλέον ήθος.
Τούτο λένε, είναι μύθος!
Από κάπου περιμένει
μέσ’ στα βάσανα δεμένη.
Αλλά αυτό δεν έρχεται.
Τη συμφορά της δέχεται.
Αύριο θάναι το παιδί σου.
Τα πληρώνεις στη ζωή σου,
όλα όσα έχεις κάνει.
Πάντα υπάρχει το δρεπάνι.
Γιατί ο Χάρος κάνει βόλτα.
Θάρθει στη δική σου πόρτα.
Δεν είν’ υπόθεση μορφής,
το θέμα της καταστροφής.
Απλώς είναι θέμα χρόνου.
Το Γραμμάτιο του Πόνου.
Μόνος σου το υπογράφεις.
Την Ιστορία σου γράφεις.
Όταν έρχεται η Κρίση,
αληθεύει κάθε ρήση.
Πειραιάς, Φεβρουάριος 2003
Γεώργιος Βελλιανίτης