Ο ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΟΣ
Θυμάμαι, φέρθηκε με περιφρόνηση,
αφού όπως αποδείχθηκε, του έλειπε η φρόνηση.
Τον είδα το μεσημεράκι
την Κυριακή μέσα στο δρόμο,
καθώς ο ήλιος έκαιγε πολύ.
Φάνηκε αλλοιώτικος, απογοητευμένος,
τελείως άβουλος καί κουρασμένος.
Μου είπε «γειά χαρά, τι κάνεις».
Απάντησα «καλά», αλλά απόρρησα.
Έστω κιάν άσχημα είχε φερθεί,
ποτέ δεν το περίμενα.
Δε φανταζόμουν πως θα τιμωρείτο τόσο σύντομα,
γιατί στο βάθος δεν το ήθελα
τόσο βαρειά να πληγωθεί.
Τον είχα πάντως λυπηθεί,
μα δεν μπορώ να πώ πως τον συγχώρεσα.
Ήτανε άνθρωπος χωρίς ψυχή,
χωρίς χαμόγελο καί ενθουσιασμό.
Ήθελε τη χαρά. Εκυνηγούσε
το κάθε τί γιά να τη βρεί.
Τα πάντα γύρω του επιθυμούσε.
Στο τέλος όμως χάθηκε μές΄ στη σιωπή.
Καί να σκεφθεί κανείς,
είχαν οι δρόμοι μας συναντηθεί.
Είμαστε φίλοι τότε, ας πούμε,
γιατί έχθρα του μάθαιναν, οι ίδιοι του οι γονείς(!)
Μα σαν παιδιά,
μας γλυκοκοίταξε κάποια μικρή,
κι έπεσε ζήλεια στην καρδιά
που εκείνος δεν την άντεξε.
Γιατί δεν είχε μέσα του ψυχή.
Νάτονε τώρα. Άχαρος, μονάχος!
Πού είναι κείνη η εποχή,
τότε που νόμιζε τη μοίρα πως κρατεί
καί φάνταζε σαν γρανιτένιος βράχος!…
Πειραιάς, Μάιος 1972
Γεώργιος Βελλιανίτης