του Δημήτρη Χίλιου
Ξημέρωμα 3ης Ιανουαρίου του 1911, στο σπίτι του στη νήσο Σκιάθο αναπαύθηκε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Σαν σήμερα.
Μια φωτογραφία του, σκίτσο περισσότερο, αγορασμένη από κεντρικό αθηναϊκό φωτογραφείο σαν πρωτοήρθα στην Αθήνα, την έχω κρεμασμένη ψηλά στον τοίχο. Σαν εικόνισμα. Πάντα τέτοιες μέρες ξεφυλλίζω την μυθιστορηματική βιογραφία “Ο Κοσμοκαλόγερος”, που έγραψε γι’ αυτόν ο Μιχάλης Περάνθης, εξαίρετο κείμενο.
Η άλλη φωτογραφία, αυτή που κάθεται σκυφτός στην καρέκλα, είναι η μόνη που σώζεται και απεικονίζει την ασκητική φιγούρα του. Μετά από προσπάθεια να τον πείσει, την τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι στην Δεξαμενή, έξω από την ταβέρνα του Καχριμάνη.
Κι όταν ο κυρ Αλέξανδρος υπέκυψε στις πιέσεις του Νιρβάνα και κείνος έστηνε την μηχανή, αμέσως μετάνοιωσε και βιαζόταν να τελειώνουν όπως-όπως την φωτογράφιση, μην σκανδαλίσουν τους περαστικούς με τέτοια κοσμικά.
Εκεί ο κυρ Αλέξανδρος καθισμένος μπροστά από ένα σανιδένιο τραπέζι της ταβέρνας έγραφε ασταμάτητα σκυμμένος σε κάτι γαλάζια χαρτιά τα διηγήματά του για το “Μη χάνεσαι” και την “Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη, το “Εμπρός” του Καλαποθάκη, το “Σκριπτ” του Άννινου, περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής. Αστειευόταν χαμηλόφωνα με τον ταβερνιάρη, ψιλοκουβέντιαζε με μπεκιάρηδες της Δεξαμενής, αμαξάδες, μαστοράτζες, ψάλτες, περιφερόμενους καλόγερους, ταπεινούς βιοπαλαιστές, συχνά και με μόνο το κοντόχοντρο ποτήρι του μισογεμάτο. Η καλύτερη συντροφιά.
Έπρεπε να στείλει συρμαγιά στο νησί, στην Ουρανία που χήρεψε, την Χαρίκλεια, την Σοφούλα, την Κυρατσώ. Είχε και την φαμίλια του Γιώργη να γνοιαστεί, που ήταν άτυχος, να φροντίσει για την αρρώστια του. Ξαφνικά θύμωνε, τα έβαζε με τον ξάδερφό του τον Μωραϊτίδη, τον πλήγωναν οι τρόποι του, αλλά τον αγαπούσε. Τότε κλεινόταν στην καμαρή του με τα κρύα σκεπάσματα. Μονάχα σαν λάβαινε γράμμα της παπαδιάς τα πρώτα χρόνια, τότε μονάχα γλύκαινε λιγάκι το μέσα του. Κατόπιν μήτε κι αυτό.
Ήσαν κι οι φίλοι του που τον γνοιάζονταν, ο Βλαχογιάννης, ο Καρκαβίτσας, ο Μαλακάσης και άλλοι πολλοί, δημοσιογράφοι και ποιητές, ας τους απέφευγε εκείνος, ας μην αποζητούσε σχεδόν ποτέ την συναναστροφή τους. Δεν ήθελε να γίνεται βάρος, ήταν κι εκείνη η συστολή που τον κατέτρωγε. Ήξεραν όμως εκείνοι τα στέκια του.
Λίγες ελιές, μια χούφτα κουκιά και χαλβάς συντρόφευαν το κρασί του.
«Ουκ επ άρτω ζήσετ’ άνθρωπος», μουρμούριζε, έσκυβε στο ποτήρι του και τότε έκλεινε προς στιγμήν τα μάτια να ονειρευτεί το Λιαλιώ, το «Όνειρο στο κύμα», σιγοψιθυρίζοντας κάτι νεανικά στιχουργήματα.
«Ομοίως σ’ επερίμενα να έλθεις χθες, ομοίως…
Μακράν σου είναι έρημος και αφεγγύς ο βίος…»
Ύστερα σταυροκοπιόταν για το ατόπημα, χουχούλιαζε τα δάχτυλά του κι έπιανε την πέννα.
Το χοντρό τριμμένο παλτό πάλευε εις μάτην να τον ζεστάνει, τα κουμπιά τα είχε αντικαταστήσει με σπάγκο, τα δάχτυλά του πάγωναν, μα ο Γαβριηλίδης βιαζόταν. Η πέννα βουτούσε στο μελανοδοχείο κι έπαιρνε τότε να ξετυλίγει κόσμους μαγικούς στα γαλάζια χαρτιά. Όμως εκκρεμούσαν οι μεταφράσεις έργων του Ντίκενς, οι εφημεριδάδες όσο συγκαταβατικοί κι αν ήσαν μαζί του, πίεζαν.
Κατόπιν… τον περίμεναν οι ήρωές του.
Η Φραγκογιαννού, η θεια το Μαλαμώ, ο Πανταρώτας, η Σκεύω, το Συραϊνώ το Διόμικο, ο Νικολός της Στέργαινας, ο Αντώνης της Γαλοτζίτσας, ο Αμερικάνος, ο παπα-Φώτης, οι βοσκοί αποκλεισμένοι “Στο Χριστό στο Κάστρο”, οι περιστασιακοί λαμπριάτικοι ψάλτες, τα ακρογιάλια της Σκιάθος, Οι ακολουθίες στην Παναγιά την Κουνίστρια, οι αγυιόπαιδες σκαρφαλωμένοι στα βράχια, ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα, τα παπαδοπαίδια που μάλωναν για τα πρόσφορα, οι ανασκουμπωμένοι ναυτικοί, το λιμάνι, τα καλντερίμια του νησιού, οι ψαρόβαρκες, τα ρημοκκλήσια.
Εικόνες απαράμιλλες που συντρόφεψαν γλυκά τα παιδικά μας χρόνια.
Κι ύστερα, τα δειλινά, η ίδια βιαστική φιγούρα με το τριμμένο παλτό να ανεμίζει, σκυφτός κατευθύνονταν στον άγιο Ελισαίο, στην Πλάκα. Να ψάλει σε ακολουθίες ολονύκτιες, μαζί με τον Νήφωνα, τον δραπέτη του όρους, και τον άλλον Αλέξανδρο, τον Μωραϊτίδη…
Ώσπου τσακισμένος, αδύναμος, πήρε το καράβι για την Σκιάθο, με έξοδα από έρανο φίλων συγγραφέων και ποιητών, του είπαν τάχα χρωστούμενα των εφημερίδων, ο Καρκαβίτσας τον πίεσε να επιστρέψει, να ξεκουραστεί. Ήταν και κείνη η γιορτή της πριγκιπίσσης προς τιμήν του, παρευρέθηκε ο διάδοχος και άνθρωποι επιφανείς, άτολμος δεν κατάφερε να συμμετέχει στην τελετή…
Με μαύρες μαντίλες τον υποδέχτηκαν στο λιμάνι οι αδερφές του κι ο σκύλος ο Σαψώνης.
Αναθαρρεί λιγάκι στο νησί, μα οι ανάγκες πολλές και κείνος αδύναμος. Γράφει λίγο τα πρωινά και τα στέλνει με το ταχυδρομείο. Περπατάει τα καλντερίμια, τον αναγνωρίζουν. Ο Αλέξανδρος του παπά. Κουνάει το κεφάλι σε χαιρετισμό. Κοντοστέκεται στην ταβέρνα του Ζιμπλού, ένα ρακί να στυλωθεί. Ακούγεται ένα τραγούδι.
«Αλοίμονο κι αλοί καημός
του γεμιτζή ο ξενητεμός…»
Παίρνει τον καφέ του στο «χαμηλό». Δεν ζυγώνει στο «μεγάλο καφενείο», από συστολή.
Το άλλο πρωί ο παπα-Γρηγόρης ο ανιψιός του, έφερε χαρούμενος τηλεγράφημα από την Αθήνα. Το γκουβέρνο σου έδωσε το παράσημο, του είπε. Ζήτησε καπνό. Μες στη βδομάδα από το ταχυδρομείο έφεραν τις εφημερίδες. Του απένειμαν τον αργυρό σταυρό. Ψιθύριζαν γι αυτόν στο νησί, ξαφνιασμένοι. Ήταν και που είχε υποθήκη το σπίτι…
Εκείνος σκεφτόταν πως βιβλίο του δεν αξιώθηκε να δει τυπωμένο, παρά μόνο δημοσιευμένα σε συνέχειες… Μόλις πεθάνω θα τα τυπώσουν όλα, σκέφτηκε.
Να δυναμώσουν τα ποδάρια του, να ανέβει να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγιάς στην Κουνίστρια.
Την τελευταία του νύχτα ο κυρ’ Αλέξανδρος την πέρασε διαβάζοντας το ψαλτήρι στο φως του καντηλιού, σιγοψέλνοντας. Τα προσανάματα θεριέψαν στο τζάκι. Μόλις προχώρησε το βράδυ ζήτησε ένα από τα βιβλία του κι ένα κερί. Στο τραπεζάκι το τσιμπούκι του σβηστό. Μήπως να ξεκουραστείς Αλέξανδρε, είπαν δειλά οι αδερφές του. Τους έδειξε με το δάχτυλο το βιβλίο. Δεν επέμεναν. Ποτέ δεν επέμεναν εκείνες. Θα διαβάσω τα απόστιχα της παραμονής των Θεοφανείων, είπε.
Η Κυρατσούλα, η μικρή του αδελφή, είχε ψήσει φασκόμηλο αποβραδίς. Κάθονταν αμίλητες στο «χειμωνιάτικο», σαστισμένες. Τον περίμεναν να τελειώσει. Δυο δανεικά κούτσουρα καίγονταν με βουητό. Τι τα θες Αλέξανδρέ μου τα βιβλία, είπε γλυκά η Σοφούλα.. Γείρε να ξεκουραστείς που είσαι και από τη μεταλαβιά… Εκείνος έκλεισε το βιβλίο, έκανε νόημα να σβήσουν το κερί και να αποσυρθούν. Δεν βρίσκουν το θάρρος ούτε κι αυτή τη στιγμή να του αντιτάξουν τη γνώμη τους. Θα ψάλλω από στήθους, είπε.
“Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με…”
Ακροπατώντας τον άφησαν να ησυχάσει. Καληνύχτα Αλέξανδρε. Καληνύχτα Ουρανία. Η βουή του χειμώνα έρχεται από βουνό κι από θάλασσα.
«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω,
ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου
και χειτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με…»
Το καντήλι τσιτσίριζε στο εικονοστάσι. Η φωνή λιγόστευε, γίνεται ψίθυρος τώρα, αναπνοή…
«Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού,
Ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει…»
Ο κυρ Αλέξανδρος αναγερτός στο κρεββάτι πάνω στις λευκές υφαντές μαξιλάρες, είχε σταυρωμένα τα χέρια κι άφηνε το κεφάλι να γέρνει ελαφρώς αριστερά, όπως συνήθιζε.
Τα κάρβουνα στο παραγώνι είχαν γίνει στάχτη.
Σε αυτήν την στάση, παγωμένον, τον βρήκαν το πρωί οι αδερφές του.
Ξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου του 1911.
Έξω χιόνιζε.
Το κείμενο αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.