O μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.
Μυριόριζος μυριόκλωνος ― ο πόνος που πονώ,
στείρα ζωή βυζαίνει από τον τοίχο
και δεν του παίρνει πνέοντας γλυκά απ τον ουρανό
έναν η αύρα ή στεναγμόν ή χαράς ήχο.
Τους δρόμους του απόσωσε το Φως τους μακρυνούς,
ώρα και θά βγουνε τα νυχτοπούλια
και ρόδα η δύση απλόχερα σκορπά στους ουρανούς
και στων βουνών τις κορυφές σκορπάει ζεμπούλια.
Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού
κοπαδιαστοί οι σπουργίτες να κουρνιάσουν
κι από τη μέθη της ζωής και του ήλιου του χρυσού
μες σ ατρικύμιστη αγκαλιά να ξαποστάσουν.
Και τα ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τα στερνά,
τρελά, ως που ο ύπνος φτάνει και τα πνίγει,
ενώ ως τις ρίζες του κισσού τις τρίσβαθες περνά
μια ανατριχίλα απ της ζωής τη μέθη ολίγη.
Φουντώνει η νύχτα· κ έρχουνται τριγύρω μου μια μια
κι όλες μαζί απ αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμμένες.
Mάταια! ζει ποτέ η ζωή μ ανάμνησες που ζει,
που θα ξυπνήσει και μ αυτές θα γύρη,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ της ζωής, που ζει, το πανηγύρι;
O μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.