Ξυπνώ· κι αλί και τρισαλί, δεν τη θωρώ σιμά μου.
Ορμάω απάνω στ’ άτι μου να βρω τη σαστικιά[1] μου.
Παίρνω τους κάμπους, τα βουνά, τα πέλαγα, τις χώρες,
ο δρόμος είν’ απέραντος κι ατέλειωτες οι ώρες.
Αν την αγνάντεψαν ρωτώ τους λόγγους, τα ποτάμια,
πάω στη σπηλιά της και ρωτώ και τη γριά τη λάμια.
Ρωτώ τα ουράνια τα ψηλά και της νυχτιάς τ’ αστέρι,
τη λυπημένη την ιτιά, την πρόσχαρη τη φτέρη.
Και μ’ ένα στόμα όλα μου λεν άλλον πως αγαπάει,
και μια νυχτιά πως μ’ άφησε, πως έφυγε και πάει…
Και τρέχω, τρέχω ακούραστος καβάλα πα στο μαύρο
τη σαστικιά την άπιστη να βρω, τον κλέφτη νά ‘βρω!
Λέαντρος Κ. Παλαμάς
[1] σαστικιά: η αρραβωνιαστικιά. Προέρχεται από το ρήμα ισιάζω, και δηλώνει ότι έχουν κανονίσει να παντρευτούν.