Ο Πολύζαλος, τύραννος της Γέλας, αδελφός του Ιέρωνος των Συρακουσών, νικητής στην αρματοδρομία, έστησε στους Δελφούς ανάθημα, ένα τέθριππο άρμα με επιβάτη τον ίδιο τον τύραννο και δίπλα τον ηνίοχό του. Στα 373 π. Χ. βράχοι από τις Φαιδριάδες πέτρες κύλισαν επάνω στο ιερό και μαζί με άλλα αναθήματα έκαμαν συντρίμματα το χάλκινο αναβάτη, το άλογο, το άρμα. Σώθηκε ο Ηνίοχος. Χάσαμε βέβαια μεγάλο και ενδιαφέρον σύμπλεγμα, έργο των χαλκοπλαστικών εργαστηρίων, τα οποία έδιναν στην Ήλιδα και στους Δελφούς την υστεροφημία των αθλητών. Ο νέος όμως, που έμεινε ολομόναχος, χωρίς τ’ άλογά του, χωρίς το άρμα, που τον έκρυβε ως τη ζώνη, χωρίς τον ηγεμόνα στο πλευρό του, κεντρίζοντας τη φαντασία των ανθρώπων για τους συντρόφους του, που λείπουν και για το γλύπτη που είναι άγνωστος, έγινε η πλέον περίεργη και θελκτική μορφή της αρχαίας γλυπτικής – αυτής που μας είναι γνωστή.
Του ηνιόχου το λαμπρό μέρος είναι τα κάτω άκρα, που δεν επρόκειτο να φανούν. Τα γυμνά πόδια. Χωρίς να λογαριάσει, πως θα ήταν κρυμμένα πίσω από το άρμα, ο τεχνίτης έκαμε το καθήκον του προς τα νιάτα. Στήριξε την ολόρθη στήλη του νεανικού αυτού κορμιού στο ωραιότερο ζευγάρι γυμνών ποδιών, που βγήκαν ποτέ από την γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα και κατόπιν. Τα γραμμένα δάχτυλα ξεχωρίζοντας ένα ένα, απλώνονται στο δεξί με κάποιο ριπιδωτό άνοιγμα Οι κόμποι των αστραγάλων καθαρά πεταγμένοι, το λεπτό ανέβασμα της κνήμης, τα πέλματα, που πατούν ολόκληρα και κρατούν το σώμα αναπαυμένο και βέβαιο, σχηματίζουν μιαν ενότητα ξεχωριστή, όσο κι αν το σύνολο ήταν ένα και αδιαχώριστο.
Στην ακινησία του Ηνιόχου βλέπουμε τον φρενιτιώδη αγώνα, που έχει προηγηθεί. Πλούσια ηρεμία. Είναι η στιγμή που η τρικυμία των μυώνων ησύχασε. Το σώμα ηρεμεί. Χαϊδεύεται από το θρίαμβο. Ήρθε ο ρόλος του πλήθους. Είναι η αμοιβή του νικητού. Η παρέλαση. Ο νικητής μετά το αποτέλεσμα περνά σε αργή περιφορά μπροστά στα πλήθη και δέχεται τη χαρμόσυνη βοή της επευφημίας, ακίνητος επάνω στο άρμα του, το οποίο ένας πεζός οδηγεί κρατώντας τα χαλινάρια των αλόγων. Από το παιδί, που παράστησε στη θέση του πεζού γλύπτης, βρέθηκε ένα χέρι.
Ο Ηνίοχος αυτός, που έδωσε τη νίκη, υψώνεται χυτός μέσα στον ποδήρη χιτώνα του. Οι πτυχές πέφτουν ίσιες και βαριές. Πατεί και στα δυο πέλματα. Είναι αυστηρή στήλη στημένη στη δόξα. Οι φυσικές και ηθικές του δυνάμεις πειθαρχούν. Η στάση του συγκρατεί το θρίαμβο. Δεν του επιτρέπει καμιά κίνηση έξω από τη γαλήνη και την ευπρέπεια. Δυο κινήσεις σχηματίζουν τη δωρική αυτήν αρμονία.
Η μία είναι η ακαμψία του, που δείχνει το σώμα από τη μέση και κάτω ίσιο και ατάραχο, με τις πτυχές του μακρύτατου χιτώνα βαριές και ατρικύμιστες. Η δεύτερη κίνηση είναι το γέρμα του κορμιού προς τα δεξιά και ακόμα εντονότερα της κεφαλής, η οποία γέρνει κι αυτή προς το ίδιο μέρος. Η κεφαλή είναι βυθισμένη, σ’ ελαφρό όνειρο ευτυχίας. Ακούει τη μουσική του πλήθους. Βλέπει το μεγάλο παλμό του και τη γραφική ανωμαλία του. Το στόμα του μισανοιγμένο. Τα χείλη μικρά και σαρκωμένα. Στόμα λουλουδένιο. Η ίσια μύτη καταλήγει σε χαριτωμένο λέπτυσμα. Τα ρουθούνια ρουφούν απολαυστικά τον αέρα, που χρειάζεται το κουρασμένο σώμα. Βλέπεις σ’ αυτά το λαχάνιασμα. Τρέμουν. Τα μαλλιά περιγραμμένα με θαυμαστή λιτότητα, αφήνουν τους λιτούς τους βοστρύχους να ξεφεύγουν από την ταινία της νίκης, που τα δένει. Τα τόξα των φρυδιών γράφουν την καθαρή καμπύλη τους επάνω από τη λαμπρή ματιά. Αλλά τα μάτια! Στην ασπράδα κάποιου σμάλτου ο τεχνίτης έμπηξε δυο κύκλους διαφορετικών μετάλλων με ρεαλισμό, που αν δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε, του χρωστούμε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Το φως βυθίζεται και παίζει σ’ αυτά τα πετράδια. Τα μάτια χαίρονται και σκέπτονται. Καθρεφτίζουν το θρίαμβο.
Είναι νιάτα στην αρχαία γλυπτική, που δείχνουν το χάδι του φωτός επάνω τους. Είναι νιάτα με τη σταθερή γραμμή τους, που δοξάζουν την παλαίστρα και τη δωρική πολιτεία. Μα νιάτα συμπυκνωμένα έτσι στην αυστηρότητα μιας λεπτής στήλης, τόσο δυνατά στην ακινησία, τόσο δροσερά έπειτα από το άσθμα των αγώνων δεν ξανάγιναν. Ποτέ από χιτώνα δεν είδαμε βραχίονα να προβάλει τόσο δυνατός και γραμμένος. Ποτέ χέρι σαν το δεξί του Ηνιόχου, που κρατά ελαφρά τα χαλαρά ηνία, δεν έδειξε γραμμή τόσο μουσική.
Ποιος είναι ο εξαίσιος τεχνίτης τέτοιων άκρων; Είναι, όπως νομίζεται, ο Πυθαγόρας εκ Ρηγίου, που έκαμε το έργο; Ήταν Αθηναίος ή χαλκοπλάστης της Αιγίνης; Ίσως αυτό θα μείνει άγνωστο. Αλλά θα ξέρουμε πάντοτε, πως και το έργο τούτο το έδωσε η αόριστη εποχή, που είναι τέλος του αρχαϊσμού, η στιγμή που προαισθάνεται το Φειδία. Όπως το δέντρο, όταν νιώθει την παρακμή του, πετά ορμητική και άφθονη άνθηση, η αρχαϊκή τέχνη ετοίμασε τον αποχαιρετισμό της σε λίγα έργα, στα οποία τα αρχαϊκά στοιχεία συγκεντρώθηκαν κι έδωσαν το απροχώρητο του θελγήτρου τους, αφήνοντας στην ψυχή των φίλων της τέχνης συναίσθημα, που αν δεν είναι θαυμασμός είναι χαρμόσυνη ταραχή κι ευδαιμονία.