Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι γέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα!
Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα
και σὲ δέντρα γερικά
είδα κι ειδ’ αγερικά!
Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι χύθηκα
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα!
Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ‘νείρατα γυρτός
ξυπνητός και κοιμιστός!
Σ’ αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο μάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές!
Είδα τ᾿ άστρι στο βουνό,
που το λεν’ Αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά!
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ’ αρνιά,
σα παιδιά στην αγκαλιά!
Μια ζωήν επέρασα
κι ειπ’ ο Θεός κι εγέρασα
και το χιόνι το πολύ,
μου ‘πεσε στη κεφαλή!
Άειντε προβατάκια μου,
περπατάτ’ αρνάκια μου,
πάμετε σιγά-σιγά
και μας ‘πήρεν η βραδιά.