Η μηχανή έχει αρπάξει.
Ο τύπος θα μας τραντάξει.
Mα δεν το καταλαβαίνει.
Κάποια βοήθεια θέλει.
Θέλει όπως σκέπτεται αυτός
να σκέπτονται όλ’ οι άλλοι.
Παρεξηγείται ο κουτός.
Σου πρήζει το κεφάλι.
Σαν βρίσκει ένα πάτημα
τότε αρχίζει τον ψαλμό.
Βλέπει τα πάντα αλλιώτικα
και σου αλλάζει τον παλμό.
Είναι αυτό ένα γνώρισμα
ανάμεσα στα άλλα.
Πρέπει να το προσέξουμε
πριν φτάσουμε σε άλλα.
Κόμπλεξ κατωτερότητος
καλπάζει στους ανθρώπους.
Αλλοίωση ταυτότητος
γίνεται απ’ τους τρόπους.
Οι άχρηστοι προσβάλλουνε.
Δημιουργούνε ενοχές.
Άλλοι τα πάντα χάνουνε.
Λένε πως φταίν’ οι εποχές.
Όσοι μιλώντας τρέχουνε
‘πό τόνα θέμα στ’ άλλο
θα πεί πώς κάτι έχουνε
κι ας μην είναι μεγάλο.
Έπειτα εμφανίζονται
τα άγχη, οι φοβίες,
έρχοντ’ από το πουθενά
χίλιες δυό φαντασίες.
Γιατί από τα πιο μικρά
φτάνουμε στα μεγάλα.
Όλα δεν είναι ρόδινα.
Δεν είναι μέλι γάλα.
Πολλοί απ’ όσους συναντάς
την έχουν κάνει ψώνιο.
Μπορεί να είμαστε κι εμείς.
Κάθε βήμα και όρνιο.
Όταν περπατάς στο δρόμο
οι μισοί παραμιλάνε.
Ενώ εκείνοι π’ οδηγούν
με το κινητό μιλάνε.
Ο κόσμος όλος λάλησε.
Δεν ξέρει τι του φταίει.
Τη μια γελάει συνεχώς.
Την άλλη μέρα κλαίει.
Άστεγοι καταντήσανε
πολλοί γνωστοί επώνυμοι.
Ό,τι είχανε το χάσανε
γιατί δεν ήταν φρόνιμοι.
Σαν έρχονται τα δύσκολα
τότε φαίνοντ’ οι φίλοι.
Οι άλλοι σε αφήνουνε
με πικραμένα χείλη.
Πώς να αντέξει ο άνθρωπος
σ’ αυτή την Κοινωνία,
όταν όλοι τον τρέχουνε
χωρίς να έχει μία.
Ο κίνδυνος φαινότανε.
Δεν τον εβλέπαν όλοι.
Στο τέλος όμως μείναμε
με άδειο πορτοφόλι.
TO ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Πειραιάς, Μάιος 2008
Γεώργιος Βελλιανίτης