Πριν πολλά πολλά χρόνια ήταν δύο ποντικοί. Ο ένας είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε φτιάξει σε ένα πλούσιο σπίτι στην πόλη. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο ποντικοί γνωρίστηκαν και έγιναν καλοί φίλοι. Όπως κάνουν συνήθως οι καλοί φίλοι, έτσι και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις στις φωλιές τους.
Την αρχή έκανε ο ποντικός του σπιτιού, όταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, ξεκίνησε για να επισκεφθεί τον φίλο του στον αγρό. Ο ποντικός του αγρού, θέλοντας να ευχαριστήσει τον φίλο του, έβγαλε να τον κεράσει ότι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκιες ρίζες, χορταράκια και σιτάρι. Ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού, βλέποντας αυτά που του πρόσφερε ο φίλος του, του είπε:
– Καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή, αλλά το φαγητό σου ταιριάξει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. Πάμε στο δικό μου σπίτι να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε μόνο βασιλιάδες.
Έτσι τα δύο ποντίκια ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι που είχε την φωλιά του ο ένας από τους δυο. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο κελάρι του σπιτιού, μιας και εκεί είχε στήσει το τσαρδί του ο καλοταϊσμένος ποντικός. Πριν κάτσουν να φάνε, ο ποντικός του σπιτιού έκανε μια ξενάγηση στον φίλο του. Του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, αφού όπως είπαμε το σπίτι ήταν ενός πλούσιου ανθρώπου.
Όταν τελείωσε η ξενάγηση, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι τυρί και στρώθηκαν στο φαγητό. Έτυχε, όμως, εκείνη την ώρα, κάποιος υπηρέτης του σπιτιού να χρειαστεί κάτι από το κελάρι. Έτσι άνοιξε η πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και ο υπηρέτης μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα. Το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Όταν ο υπηρέτης έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα, ο ποντικός του σπιτιού βγήκε από την φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του λέγοντας:
– Έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας, πέρασε ο κίνδυνος.
Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε:
– Φίλε μου χάρισμα σου τα πλούσια φαγητά. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή.
Αν θέλετε να διαβάσετε για την ζωή του Αισώπου κάντε κλικ εδώ.