Σπαράγματα από την ιστορία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας: Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, εγκατάσταση και ενσωμάτωση: η συμβολή του Μεταξικού καθεστώτος
Η Ε.Α.Π (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) δεν θα εφαρμόσει ποτέ ένα συγκροτημένο και συνειδητό σχέδιο υποστήριξης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ή βιομηχανίας με το χαρακτήρα της «κλειστής οικονομίας». Συγκεκριμένα, η κοινωνική κατοικία, που αποτελεί το σημαντικότερο προϊόν αυτής της πολιτικής, θα ταυτιστεί αποκλειστικά με την προσφυγική κατοικία και δεν θα επεκταθεί σε κοινωνικά στρώματα πέραν των προσφύγων. Οι εσωτερικοί μετανάστες θα επιλύσουν το πρόβλημά τους με αυτοστέγαση. Με λίγα λόγια, το άλμα παρεμβατικότητας και κεντρικού σχεδιασμού που πραγματοποιεί το ελληνικό κράτος στην περίπτωση των προσφύγων δεν θα γενικευθεί ποτέ και δεν θα επεκταθεί μεταπολεμικά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εξετάζοντας τις πολιτικές των Φιλελευθέρων και το εγχείρημα της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, μπορούμε να εξηγήσουμε με οικονομικούς όρους την προσωρινή εξαίρεση της δημοκρατικής Ελλάδας από το κλίμα του φασισμού, παρ’ ότι ο φασισμός αναπτύσσει μια ισχυρή δυναμική σε τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, τόσο στο αντιβενιζελικό όσο και στο βενιζελικό μπλόκ, και παραμένει σε όλο το διάστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μια εν δυνάμει εναλλακτική.
Από το 1933 και έπειτα διαφαίνεται ολοένα και περισσότερο η αποτυχία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς ελκύει όλο και λιγότερους οπαδούς από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Άλλοι την αμφισβητούν από τα «αριστερά» και άλλοι από τα «δεξιά». Στην πράξη, έχει χρεοκοπήσει το όραμα του βενιζελικού αστικού εκσυγχρονισμού, αυτή η ελληνική πρόωρη εκδοχή του New Deal. Στα 1929 ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορούσε πάντως να διαβλέπει μια σχετική επιτυχία και να πανηγυρίζει για τον άθλο, όπως ο Morgenthau σε βιβλίο που εξέδωσε τότε.
Στα 1933 το σκηνικό θα έχει αλλάξει. Θα έχει μεσολαβήσει η κρίση και η αποτυχημένη διαχείρισή της από την κυβέρνηση Βενιζέλου, τα βενιζελικά σκάνδαλα, το βενιζελικό κατασταλτικό κράτος. Τότε η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, που κυρίως έπληξαν τους προσφυγικούς πληθυσμούς, και η άθλια κατάσταση στις προσφυγουπόλεις κατέδειξαν ότι η ανολοκλήρωτη αστική προσφυγική αποκατάσταση ήταν στην ουσία χωρίς σχεδιασμό και αποτελεσματικότητα. Το βενιζελικό όραμα ήταν φανερό σε όλους πως απέτυχε να αποκαταστήσει τον προσφυγικό πληθυσμό με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει τον κινητήριο μηχανισμό μιας νέας οικονομίας και μιας νέας ακμάζουσας Ελλάδας.
Στα 1936 θα αντιπαρατεθούν ανοιχτά οι δύο άλλες εναλλακτικές λύσεις, ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Θα νικήσει ο δεύτερος. Ο βασιλομεταξικός φασισμός ουσιαστικά θα αποδειχθεί περισσότερο αποτελεσματικός, καθώς θα πραγματοποιήσει μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο βασικές και θεμελιώδεις διακηρύξεις της βενιζελικής δημοκρατικής «αριστεράς», δίνοντας μια λύση στα αδιέξοδα του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Το κράτος κοινωνικής πρόνοιας με τη λειτουργία του ΙΚΑ, τα εργασιακά δικαιώματα, η ευρεία χρηματοδότηση έργων εξωραϊστικών και βελτίωσης υποδομών στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές, η οικοδόμηση νέων προσφυγικών κατοικιών και ένα νέο βιομηχανικό και γεωργικό όραμα θα αποτελέσουν τη βάση της ιδεολογίας του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, όχι ως τομή, αλλά ως συνέχεια του αντίστοιχου βενιζελικού.
Στην πράξη, «η κατοχύρωση των συμφερόντων της αστικής τάξης συνοδεύθηκε και από την αφαίρεση σημαντικών δικαιωμάτων των επιχειρηματιών». Δηλαδή, «με ανάλογο τρόπο με τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης, η 4η Αυγούστου προσπάθησε να συνδυάσει την επιδίωξη της οικονομικής αυτάρκειας με τη σταθεροποίηση του επιπέδου εκμετάλλευσης της εργασίας, ακόμη και με βελτιώσεις της θέσης των εργαζομένων».
Σε αντάλλαγμα των οικονομικών θυσιών που επιβάλλονταν στους Έλληνες επιχειρηματίες, το καθεστώς προσέφερε τη φίμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την πολυπόθητη κοινωνική ειρήνη. Στα 1939 φιλοκαθεστωτική εφημερίδα πανηγύριζε για την επιτυχή επίλυση του προσφυγικού ζητήματος, σημειώνοντας «ότι το κράτος μας ως κράτος παράγκας και αθλιότητος», εννοώντας το προηγούμενο καθεστώς, αντικαταστάθηκε από «το κράτος εργασίας και εκπολιτισμού», δηλαδή το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, και μάλιστα με τις ίδιες δαπάνες.
Την περίοδο 1936-1939 το βασιλομεταξικό καθεστώς οικοδομεί μια νέα σειρά 7.500 προσφυγικών κατοικιών με την ευθύνη του υπουργείου Υγιεινής και Αντιλήψεως και του υπουργού και μετέπειτα πρωθυπουργού Κορυζή. Συγκεκριμένα, 1.756 μονώροφες κατοικίες, 714 διώροφα συγκροτήματα και 550 τριώροφες πολυκατοικίες, συνολικά 3.000 νέες κατοικίες παραδόθηκαν στα 1939 για να καλύψουν 15.000 πρόσφυγες. Τη διετία 1937-1938 το κράτος δαπάνησε περίπου 300.000 δρχ. από τον κρατικό προϋπολογισμό. Υπάρχει πλήρης αλλαγή της στεγαστικής πολιτικής καθώς λαμβάνονται υπόψη εντελώς διαφορετικά κριτήρια, ενώ μια ομάδα πενήντα μηχανικών του υπουργείου έχει τον πλήρη τεχνικό έλεγχο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή του Πολυτεχνείου Ρουσόπουλου. Για παράδειγμα, επιχειρείται να προστεθεί «εις την στεγνήν γεωμετρίαν μια δόσι αισθήματος», ξεφεύγοντας «από την σκυθρωπότητα των σχηματικών λύσεων, της παρατάξεως οικοδομικών στοιχείων εν είδει μπαταρίας». Έτσι, τα νέα οικοδομικά συγκροτήματα εναρμονίζονται με το περιβάλλον τους.
Σε κάθε συνοικία δόθηκε διαφορετική λύση και σε πολλές περιπτώσεις τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως «για να χαραχθούν νέοι δρόμοι, να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι ψυχαγωγίας και αναπαύσεως και να εξασφαλισθούν συνθήκες υγιεινής». Οι νέες κατοικίες έχουν εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική αντίληψη τόσο ως προς την επιλογή του χώρου όσο και κατά τον τρόπο οικοδόμησης και εσωτερικής διαρρύθμισης. Λαμβάνονται πλέον υπόψη οι ανάγκες της άνεσης, της καθαριότητας, της καλαισθησίας και της ψυχαγωγίας. Στα κέντρα του αστικού χώρου επιλέγεται η λύση της πολυκατοικίας, η οποία γενικεύεται για την προσφυγική αποκατάσταση. Αλλά η επιλογή της λύσης είναι προσαρμοσμένη ανάλογα με την περίπτωση. Για παράδειγμα, επιλέχθηκε η λύση της πολυκατοικίας στο Δουργούτη που βρίσκεται στο κέντρο του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και όχι στο Περιστέρι. Κριτήριο είναι πλέον η αξία των οικοπέδων.
Οι νέες προσφυγικές πολυκατοικίες διαφέρουν από τις παλιές. Οι παλιότερες πλέον μοιάζουν «κάτι μεταξύ στρατώνων, φυλακών και αποθηκών», με στενούς χώρους και χωρίς καμία άνεση. Η νέα πολυκατοικία «εμφανίζεται ως έργο τέχνης και ως προς την εξωτερικήν εμφάνισιν και ως προς την εσωτερικήν διαρρύθμισιν». Κάθε μία έχει ξεχωριστό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Για παράδειγμα μια πολυκατοικία στο Δουργούτη αποτελείται από 60 διαμερίσματα που σχηματίζουν ένα Π με τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου στο εσωτερικό του Π με κήπο και πισίνα. Κάθε διαμέρισμα αποτελείται από δύο κύρια δωμάτια 3 επί 4, ένα μικρότερο δωμάτιο, κουζίνα και λουτρό. Άλλη πολυκατοικία στον Πειραιά 130 διαμερισμάτων περιέχει, εκτός από κήπο με παιδικά λουτρά, ιατρείο και εκκλησία. Στο ίδιο κλίμα πλέον οικοδομούνται τα διώροφα οικοδομικά συγκροτήματα με εσωτερικά χωρίσματα, περισσότερη άνεση και πρασιά στους εξωτερικούς χώρους. Στους πιο μακρινούς συνοικισμούς οι μονοκατοικίες χαρακτηρίζονται από τον Τύπο «ως το ωραιότερο έργο της τεχνικής υπηρεσίας», καθώς το σπίτι έχει μεσημβρινό προσανατολισμό και βλέπει σε έναν μικρότερο κήπο. Αποτελείται από δύο συνεχόμενα δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και βοηθητικό χώρο για αποθήκη ή τη συντήρηση μικρών ζώων. Υπάρχει η δυνατότητα να προστεθούν με δαπάνη των προσφύγων επιπλέον δωμάτια, ενώ με 25-30.000 δρχ. μπορεί να προστεθεί ένας δεύτερος όροφος.
«Η μάχη κατά της παράγκας έληξε με νίκη» πανηγυρίζει η εφημερίδα «Σκριπ». Το «Ελεύθερον Βήμα» στο ίδιο κλίμα πανηγυρίζει γράφοντας πως η υγιεινή και άνετη προσφυγική κατοικία είναι ο επίλογος ενός μεγάλου έργου μιας δεκαπενταετούς ηρωικής προσπάθειας που αποκαθιστά οριστικά και βελτιώνει την τύχη των άτυχων προσφύγων. Το καλοκαίρι του 1939 θα κατεδαφιστούν οριστικά οι παράγκες και προβλέπεται πως σε τρία-τέσσερα χρόνια θα πανηγυρίσουμε και την εξαφάνιση της τελευταίας ξύλινης παράγκας. Ακόμη και τον Σεπτέμβρη του 1940 θα προκηρύσσονται νέες προσφυγικές κατοικίες, αλλά δεν γνωρίζουμε αν ολοκληρώθηκε η κατασκευή τους.
Οι πρόσφυγες, γνωστοί για την καθαριότητά τους, την επιμέλειά τους και την υπομονή τους, κατάφεραν να οργανώσουν τη ζωή τους και με τα λιγοστά χρήματα και τη μεταξύ τους αλληλεγγύη να επιβιώσουν. Η απογοήτευση όμως από το ελληνικό κράτος ήταν τεράστια. Έφυγαν βίαια και χωρίς να ευθύνονται από τις πατρίδες τους, αφήνοντας πίσω περιουσίες, νεκρούς και καλοστημένες ζωές, περιπλανήθηκαν, αρρώστησαν, υπέφεραν, εργάστηκαν σκληρά και παρ’ ότι αγωνιούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους, η πολιτεία δεν κατάφερε να υπάρξει πραγματικός αρωγός, ενώ κάθε θετικό βήμα ενείχε πρόσθετες ταλαιπωρίες. Παρ’ όλα αυτά, η δεκαετία του 1930 τελειώνει με το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων να είναι κοντά στην ολοκλήρωσή του, με όλες τις ταλαιπωρίες.
Η λειτουργία του ΙΚΑ την 1η Δεκεμβρίου 1937 θα βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση για την πλειονότητα των εργατών, αλλά και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των συνοικισμών που θα ενταχθούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα μαζικά. Πλατείες, πάρκα, εξέδρες για μουσική, εξωραϊσμοί, διάκοσμοι, οδοποιητικά έργα, λεωφόροι, δεντροφύτευση, στέγαση, εργασία, περίθαλψη, ασφάλεια, ύδρευση, ηλεκτροδότηση, υγεία έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Η παραγκούπολη με όλα τα προβλήματά της δίνει τη θέση της σε μια οργανωμένη πόλη.
Το προσφυγικό ζήτημα λοιπόν είναι η οξυμένη πλευρά του κοινωνικού ζητήματος στην Ελλάδα, που ωθεί το ελληνικό κράτος να υιοθετήσει πρόωρα, σε σχέση με άλλες χώρες, δομές του κοινωνικού κράτους. Το προσφυγικό ζήτημα σφραγίζει ένα νέο είδος κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ αρχομένων και αρχουσών τάξεων, ώστε οι πρώτες να μπορούν να ενταχθούν οργανικά και λειτουργικά στο εθνικό αστικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η προσφυγιά ως λαϊκή και ταξική μνήμη εντάσσεται και ενσωματώνεται στο εθνικό αφήγημα, εφόσον οι ίδιοι οι πρόσφυγες ενσωματώνονται υλικά στο νεοελληνικό έθνος μέσω της προώθησης του κοινωνικού κράτους. Μια τέτοια προσέγγιση μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τις διευρυμένες λαϊκές αντιδράσεις που προκαλεί σήμερα, εποχή διάλυσης του κοινωνικού κράτους, η αναπροσαρμογή του εθνικού αφηγήματος από το ίδιο το κράτος στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θίγεται η μνήμη της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού.
Βιβλιογραφία
1) Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα του Μεσοπολέμου, στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων και μεταλλαγές του αστικού χώρου, διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ, Αθήνα 2006, σ. 158-9.
2) Μαρκέτος Σπύρος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, τόμος Ι, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
3) Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι. Ο μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σ. 8-57, σ. 54-55.
4) Σκριπ, 22/5/39.
5) Παλούκης Κώστας, ιστορικός, Αστική Αποκατάσταση. Οι προσφυγικοί οικισμοί. Τυπολογία της προσφυγικής κατοικίας και αρχιτεκτονικά. Η συμβολή των προσφύγων στην Ελληνική Οικονομία (φθηνό βιομηχανικό προλεταριάτο). Η Ιστορία της Μικράς Ασίας. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Οκτώβριος 2011.
6) Τζαμουράνης Ε., «Η προσφυγική στέγασις, ο επίλογος ενός μεγάλου έργου», Ελεύθερον Βήμα, 13/3/39.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη,
φιλόλογος-ιστορικός,
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων