Μια ιστορία θα σας πω,
που μου τύχε μια μέρα,
μία γιαγιά συνάντησα,
και μου πιάσε τη χέρα.
Παιδάκι μου σε σταματώ,
όχι να ζητιανέψω,
μα λίγ’ αγάπη πεθυμώ,
και βγήκα να γυρέψω.
Πέντε παιδιά μεγάλωσα,
μου λέει δακρυσμένη,
τα σπούδασα τα πάντρεψα,
κι ας ήμουν στερημένη.
Τα πρώτα ‘γγόνια ήρθανε,
Θε μου τι ευτυχία,
μα η χαρά δε κράτησε,
κι ήρθε η δυστυχία.
Μου είπανε ότι μαζί,
δε πρέπει πια να ζούμε,
θα μπεις σε ένα ίδρυμα,
κι εκεί θα σε θωρούμε.
Δεν έφερα αντίρρηση,
κι ας πόναγ’ η καρδιά μου,
χίλια κομμάθια γίνηκαν,
όλα τα όνειρα μου.
Εσείς να ήσαστε καλά,
παιδάκια μου τους λέω,
και σκύβω για να μη θωρούν,
ότι για ‘κείνο κλαίω.
Χρόνοι πολλοί περάσανε,
παιδί μου συνεχίζει,
απού δεν ήρθαν να με δουν,
και η καρδιά ραγίζει.
Γι’ αυτό κι εγώ σταμάτησα,
‘να ξένο να μιλήσω,
να πω παραπονέματα,
προτού να ξεψυχήσω.
Άφωνος τηνε άκουγα,
για ολ’ αυτά να λέει,
και δε σταμάτησε στιγμή,
η άμοιρη να κλαίει.
Σώπασε ΜΑΝΑ και εγώ,
είμαι ε δα για σένα,
μου γέλασε και έκλεισε,
τα μάθια φτυχισμένα._
Το ποίημα αυτό μας το έστειλε η Λίτσα Παπασπύρου, την οποία και ευχαριστούμε πολύ!