«Μια μπαλάντα για την Ρεβέκκα»: συσχετίζοντας το κοινωνικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος με το παρόν
Πρωτότυπα κείμενα, «κατασκευασμένα» στο πλαίσιο του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής
Συντονίστρια-υπεύθυνη: Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Το μυθιστόρημα «Μία μπαλάντα για την Ρεβέκκα» αναφέρεται ιστορικά στην περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στον ελλαδικό χώρο, και συγκεκριμένα στην Θεσσαλία και στα Τρίκαλα. Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να μάθουμε την ιστορία του τόπου μας και τις δυσκολίες που βίωσαν οι κάτοικοί της κατά την διάρκεια του πολέμου, που σημάδεψε την πορεία της χώρας μας με το πέρασμα των χρόνων. Συνήθως, η ιστορία, σαν μάθημα που διδάσκεται στο σχολείο, δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθητική στους μαθητές. Δεν είναι και ότι καλύτερο γι αυτούς να αποκτούν στείρες γνώσεις μέσα από ένα βιβλίο, και συνήθως αρνούνται να το κάνουν, νομίζοντας ότι δεν θα τους είναι χρήσιμες. Όμως, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, πιστεύω ότι όχι μόνο απόκτησα προσωπικά με ευχάριστο τρόπο γνώσεις για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά μου δόθηκαν τα ερεθίσματα, κατά την ανάγνωση, να ανατρέξω και σε άλλα βιβλία, αναζητώντας πληροφορίες για το ολοκαύτωμα και τις διώξεις των Εβραίων. Θα σταθώ όμως όχι τόσο στο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, όσο σε κάποια συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις, που βιώνουμε ακόμη και σήμερα, και αντιμετωπίζουμε ίσως όχι με τον καλύτερο τρόπο.
ΡΕΒΕΚΚΑ: ΠΑΙΔΙ ΕΝΟΣ ΜΕΙΚΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, ΜΕ ΔΙΠΛΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η Ρεβέκκα, όπως αναφέρει η ίδια στο κείμενο, είναι παιδί “μεικτού γάμου”. Ο πατέρας της ήταν Εβραίος και η μητέρα της Χριστιανή, είχαν ασπαστεί δηλαδή διαφορετικές θρησκείες. Ωστόσο, αυτό δεν τους εμπόδισε ούτε να αγαπηθούν ούτε και να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Η μητέρα της ηρωίδας βαφτίστηκε Εβραία και έτσι οι γονείς της παντρεύτηκαν, παρόλο που η μητέρα της κατά βάθος ένιωθε χριστιανή και διατηρούσε πολλές από τις συνήθειες και τις αντιλήψεις του Χριστιανισμού. Η ύπαρξη των δύο αυτών θρησκειών στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον έκανε την Ρεβέκκα “να νοιώθει κάποιες φορές ξεκρέμαστη, σαν να είναι στη μέση του ωκεανού και, έχοντας το ένα πόδι της σε μια βάρκα και το άλλο σε μία άλλη, να προσπαθεί να ισορροπήσει”.
Το σημαντικό βέβαια στην περίπτωση της Ρεβέκκας ήταν πως κανείς από τους δύο γονείς της δεν ήταν φανατισμένος με την δική του θρησκεία και δεν την προέβαλλε ως την σωστότερη όλων ή την μόνη αληθινή. Κανείς από τους δύο δεν παθιαζόταν υπέρμετρα με τα πιστεύω του και δεν προσπαθούσε να προσηλυτίσει ούτε την Ρεβέκκα ούτε τον αδερφό της σε κάποια από τις δύο θρησκείες. Έτσι, τα παιδιά ασπάστηκαν μεν την εβραϊκή θρησκεία, ως θρησκεία του πατέρα, αλλά είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά και τον Χριστιανισμό. Αυτή η αντιμετώπιση των γονέων τους ήταν απολύτως ορθή, γιατί αν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά (πχ. Αν ο πατέρας των παιδιών τόνιζε άκριτα την εβραϊκή θρησκεία, χωρίς να κάνει καμία συζήτηση για τον Χριστιανισμό) η Ρεβέκκα και ο Οβαδίας θα βρίσκονταν σε σύγχυση, μη μπορώντας να καταλάβουν ποιες αντιλήψεις υπερτερούν σε σχέση με κάποιες άλλες. Αυτή η σύγχυση, λοιπόν, θα ήταν ικανή να οδηγήσει τα παιδιά σε λανθασμένες συμπεριφορές απέναντι σε άτομα άλλων θρησκειών.
Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Στον ελλαδικό χώρο, εκείνη την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, εκτός από Έλληνες, ζούσαν και πολλοί Ισραηλίτες, δηλαδή και πολλοί Εβραίοι. Οι Ισραηλίτες, ως ένας διαφορετικός λαός είχαν διαφορετικά ήθη και έθιμα. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, η δύναμη της συνύπαρξης νίκησε τις επιμέρους διαφορές. Ισραηλίτες και Έλληνες, με άλλα λόγια Εβραίοι και Χριστιανοί, συνυπήρχαν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις. Οι Ισραηλίτες, συγκεκριμένα στα Τρίκαλα, δεν ανήκαν σε κάποιο γκέτο, ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Είχαν βέβαια κοινά μεταξύ τους, χωρίς αυτό να τους αποτρέπει από την επαφή με τους Έλληνες. Και οι Έλληνες από την μεριά τους δέχονταν την επαφή με τους Ισραηλίτες, διατηρώντας οτιδήποτε τους ένωνε. Βέβαια, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Όπως, για παράδειγμα, οι γονείς της Αύρας της απαγόρευσαν να κάνει παρέα με μία Εβραιοπούλα, πράγμα που πλήγωσε πολύ την Ρεβέκκα.
Η αλληλεπίδραση των δύο λαών, και κατά συνέπεια των δύο διαφορετικών πολιτισμών, παρά τις δυσκολίες, είχε και πολλά πλεονεκτήματα και για τις δυο πλευρές. Ανταλλάσσοντας τις ιδέες και τα πιστεύω τους, διεύρυναν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και δεν έτρεφαν ρατσιστικά αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Έτσι, οι “ξένοι”, δηλαδή οι Ισραηλίτες, αφομοιώθηκαν ομαλά από τους Έλληνες, χωρίς κανένας από τους δυο να χάσει την ιδιαίτερη ταυτότητά του.
ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;
Ότι αναφέρθηκε πιο πάνω είναι αρκετά επίκαιρο, καθώς μοιάζει με την σημερινή κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, μεγάλος αριθμός μεταναστών φτάνει στην Ελλάδα, όχι τόσο στις επαρχιακές πόλεις, όσο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν φύγει από την πατρίδα τους για οικονομικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς ή κοινωνικούς λόγους και αναζητούν στην χώρα μας μια καλύτερη τύχη. Εμείς πρέπει να τους υποδεχόμαστε με αγάπη, χωρίς να είμαστε προκατειλημμένοι για το χρώμα ή την θρησκεία τους. Πρέπει να δεχόμαστε την διαφορετικότητα του άλλου, και όχι να την κατακρίνουμε, αποκομίζοντας από αυτή ότι μπορεί να μας βοηθήσει να “εξελιχθούμε” σαν άνθρωποι. Βέβαια, δεν πρέπει να περάσουμε στον αντίποδα, να φτάσουμε δηλαδή σε σημείο να υιοθετούμε και να μιμούμαστε άκριτα τις συνήθειες των άλλων λαών η θρησκευτικών ομάδων, χάνοντας την ατομική, εθνική και θρησκευτική μας ταυτότητα.
Συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο να μην είμαστε ρατσιστές και προκατειλημμένοι, όσον αφορά άτομα, τα οποία συνυπάρχουν με εμάς αλλά έχουν κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να επιδιώκουμε την ομοιογένεια και την συνοχή ανάμεσά μας, χωρίς στερεότυπα και αρνητικές αντιλήψεις. Η διαφορετικότητα είναι αποδεκτή, ως ένα σημείο. Και ίσως, αν σκεφτούμε λίγο βαθύτερα, καταλάβουμε ότι δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο. Γιατί όπως έχει πει και η Linda Ellerbee, μια αμερικανίδα δημοσιογράφος «οι άνθρωποι λίγο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους. Απλά οι διαφορές τους επιδέχονται περισσότερη ανάλυση από τις ομοιότητές τους».
Γκότσιου Κατερίνα
Μαθήτρια Γ τάξης 3ου Γυμνασίου Τρικάλων