Τη νύχτα, όταν οι φρουροί και οι άμυνες της ψυχής χαλαρώνουν, τότε οι φυλακισμένοι του υποσυνείδητου, οι παράξενες σκέψεις και εικόνες ταξιδεύουν μέσα στο μυαλό μου. Ξαφνικά ξημέρωσε. Εκείνο το πρωί κατάλαβα τι έχασα χάνοντας εσένα. Δεν θα υπήρχες ποτέ ξανά εκεί. Δεν θα μπορούσα να ζήσω αυτά που έζησα με σένα. Η ζωή συνεχίζει να με κοροϊδεύει. Πρόσωπα που σου μοιάζουν, αρώματα που θυμίζουν το δικό σου, φωνές που έμοιαζαν με τις δικές σου ακούω. Μάλλον εγώ νόμιζα πως σου έμοιαζαν. Δεν ξέρω. Όταν κλείνω τα μάτια στην αγκαλιά μου είσαι μόνο εσύ. Μια άλλη ζωή. Ένα ευτυχισμένο τέλος σε μια άλλη ζωή μας άξιζε. Δεν υπάρχει κανείς. Δεν θα υπάρξει. Θα δανείζομαι τις ζωές των άλλων, τα σώματα τους, τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους, τις αγωνίες τους και θα τους τα επιστρέφω. Ξεγελώ τον εαυτό μου γι’ αυτό αντέχω… Θέλω να γράψω στο τοίχο των ονείρων: Μην ελπίζεις. Μη προσδοκάς. Άλλη στροφή ετοίμαζε η ψυχή κι άλλη μπόρεσε το σώμα. Δεν είσαι εδώ για να με αγαπάς.
Ευχαριστούμε πολύ τον καθηγητή κοινωνιολογίας και ψυχολογίας κ. Δεμιτσάνη, που μας έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσουμε το παραπάνω έργο του.