Επειδή άλλη μάνα με γέννησε,
και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ,
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια,
μη με φωνάζεις «ξένο»!
Το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου,
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει,
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα,
και σ’ άλλο λαό γεννήθηκα,
και άλλες θάλασσες γνώρισα,
και απ’ αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο,
η ίδια εξάντληση,
στην πλάτη μας βαραίνει,
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό.
Μέσ’ απ’ του χρόνου τα σκοτάδια,
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί,
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει,
όσοι διχάζουν και σκοτώνουν το φτωχό.
Αυτοί που κλέβουν,
και μοιράζουν ψέμματα,
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς,
και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας.
Όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη τη σκληρή: «ξένος».
Λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη,
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός,
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»!
Αν θέλεις, κοίταξε με στα μάτια,
πιο πέρα από το μίσος ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ!
Όχι δεν είμαι «ξένος»!
Άγνωστος μετανάστης