Μεθυσμένοι πρέπει νά μεθα πάντα. Να η μοναδική αλήθεια! Για να μην αισθανθείτε το φρικτό φορτίο του καιρού που τις πλάτες σας γκρεμίζει και σας σκύβει στη γη, αδιάκοπα να μεθάτε αρμόζει.
Αλλά με τι; Με την ποίηση, την αρετή ή με κρασί; Όπως τραβά η όρεξή σας. Αλλά μεθάτε.
Και αν καμιά φορά, στα σκαλοπάτια κάποιου παλατιού, στο πράσινο χορτάρι κάποιου χάνδακα, στη στυγνή μοναξιά του δωματίου σας ξυπνήσετε, με το μεθύσι σας χαμένο, περασμένο, ρωτήσετε τον άνεμο, το κύμα, τ αστέρια, το πουλί, το ωρολόγι – αυτά που φεύγουν, που στενάζουν, που κυλούν και που μιλούνε, και τραγουδούν. Ρωτήστε τι ώρα είναι;
Και ο άνεμος, το κύμα, τ αστέρια, το πουλί, το ωρολόγι θα απαντήσουν. Του μεθυσιού η ώρα έφτασε. Για να μην είσθε σκλάβοι του καιρού, που τα μαρτύρια θα τραβάτε, μεθάτε, αδιάκοπα μεθάτε. Με το κρασί, με ποίηση ή την αρετή, όπως τραβά η όρεξή σας.
(μετάφραση Κ.Ν.Π.)