Η… «Θεία Λένα» της Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Δημήτρης Κραουνάκης
Αρχές του 1979 άρχισα τα γράφω την συνέντευξη της εβδομάδας στο μεγαλύτερο τότε λαϊκό περιοδικό το «Ρομάντσο». Από νωρίς θυμάμαι είχα μια.. «μανία» να ψάχνω γι αυτούς που δεν ήταν επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας. Πρώτη μου συνέντευξη στο «Ρομάντσο» ήταν η αγαπημένη «μάνα» του Ελληνικού σινεμά η Ελένη Ζαφειρίου. Για να ακολουθήσουν η Χριστίνα Σύλβα, η Μαρία Αλκαίου, η Φρόσω Κοκκόλα, ο Σταύρος Ξενίδης, η Ελένη Χαλκούση, ο Δημήτρης Μυράτ κά
Θυμάμαι με ιδιαίτερη αγάπη την διευθύντρια μου στο «cosmopolitan» -που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα- κ. Κατερίνα Δασκαλάκη, που μόλις με έβλεπε μου έλεγε γελώντας.. «Πάλι.. «κόρες» Μαρίκας Κοτοπούλη, μου έφερες!!!»
Από την άλλη έγραφα -με δυσκολία γιατί δεν τους πολύ ήθελαν- για νέους ηθοποιούς που τότε ξεκίναγαν όπως η Ελένη Γερασιμίδου που πήγα και την συνάντησα σ ένα θεατράκι στην οδό Αντιγονιδών στην Θεσσαλονίκη, η Γιούλα Γαβαλά που μόλις είχε έρθει από την Αμερική και έφτιαξε το θέατρο «Ελληνικό» και αντί να παίξει η ίδια το έδωσε στον Μάνο Κατράκη που έκανε εκεί την τελευταία του εμφάνιση, η Κατερίνα Μαραγκού, ο Γιάννης Βούρος μαζί τότε με την Άννα Αδριανού, ο Γρηγόρης Βαλτινός, μαζί τότε με την Μάρα Θρασυβουλίδου, η Άννα Βαγενά στην πρώτη εμφάνιση του «Θεσσαλικού» στην Αθήνα κά
Τότε δεν μας έστελναν τα κείμενα έτοιμα με.. e-mail, τρέχαμε όλη μέρα στους δρόμους και την νύχτα είμαστε μέσα στα θέατρα…
Εκείνη την εποχή κανείς δεν ενδιαφερόταν για την εκτός Αθηνών πολιτιστική κίνηση. Το 1980 πρότεινα στην τότε διευθύντρια μου στο «Ρομάντσο» την κ. Νατάσα Μουλλού-Τζιώτη να γράφω και μια σελίδα για τα θέατρα της επαρχίας. Με κοίταξε θυμάμαι με.. μισό μάτι. Δεν μου είπε ναι αλλά ούτε και όχι! [την ίδια πρόταση είχα κάνει και στην κ. Ρούλα Μητροπούλου στον «Ταχυδρόμο» και είχα εισπράξει ένα μεγάλο όχι!] Άρχισα λοιπόν και εγώ τα ταξίδια -πιο πολλά ξόδευα απ όσα τότε με πλήρωνε το περιοδικό!! Πήγα στην Κρήτη και συνάντησα την Μαίρη Βοσταντζή και το «Θέατρο Νέων», στη Λάρισα και είδα την Άννα Βαγενά, στην Καβάλα και γνώρισα τους ανθρώπους του «Θεατρικού Εργαστηρίου», στα Γιάννενα και είδα τον Χριστόφορο Ζήκα και το «Λαϊκό Ηπειρωτικό θέατρο» κά.
Φυσικά «ανέβηκα» και στην Θεσσαλονίκη, που έμελλε να γίνει η αγαπημένη μου πόλη που για χρόνια πέρναγα εκεί πολλούς μήνες, ενώ αργότερα έκανα και πολλές θεατρικές και μουσικές δουλειές.
Στην Θεσσαλονίκη είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς και σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης που όλοι τότε μου έλεγαν ότι νιώθουν αποκομμένοι από την πρωτεύουσα, ότι κανείς δεν τους δίνει σημασία..
Θυμάμαι ένα ανθοπώλη στην Εγνατία που γνώρισα τυχαία, τον Γιάννη Μορφόπουλο που ήταν… βαρύτονος! «Δεν μας παίρνουν στα σοβαρά..» μου έλεγε. «Έχουμε λένε «ψώνια» στην Θεσσαλονίκη που θέλουν όπερα! Ανεβάσαμε πριν χρόνια το «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, κάναμε 20 πρόβες και δέκα πέντε σκηνικής αγωγής και τέσσερις παραστάσεις και πήραμε δυόμιση χιλιάδες δραχμές. Δεν μας ενδιέφεραν τα χρήματα θέλαμε να πετύχουμε κάτι καλό για την πόλη μας. Φυτοζωεί αυτή η πόλη και θάβει τις αξίες!!!..»
Γνώρισα τότε και τον μαέστρο της όπερας τον Νικόλα Αστρινίδη και τον Λογοτέχνη Γιώργο Ζωγραφάκη, τον Τάκη Κάση και την Λέλα Σκορδούλη, παλιούς ηθοποιούς και τότε ιδιοκτήτες του χειμερινού και του Θερινού θεάτρου «Αυλαία», την Ελένη Χατζώκου ιδιοκτήτρια του ομώνυμου θεάτρου της Πλατείας Αριστοτέλους, τον συγγραφέα, δημοσιογράφο -και διευθυντή αργότερα του ΚΘΒΕ- Νίκο Μπακόλα κά.
Τι ωραίοι άνθρωποι όλοι τους, ξεχώριζαν από τους Αθηναίους που λόγω.. πρωτεύουσας είχαν από τότε οι περισσότεροι.. καβαλήσει το καλάμι! Όλοι λοιπόν αυτοί μου είπαν ότι μια και είμαι στην Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να γνωρίσω και την Μαίρη Σοΐδου. Μάλιστα την επομένη ο Γιάννης ο Μορφόπουλος με πήγε σπίτι της στην Κωνσταντινουπόλεως και Λεωφόρου Στρατού.
Η Μαίρη ήταν η «ψυχή» του «Παιδικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης» που λειτουργούσε στην πόλη από το 1956. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια!! Η Μαίρη βέβαια είχε και μια πολύχρονη προσωπική καριέρα στο τραγούδι και στο θέατρο πριν την ίδρυση του παιδικού της θεάτρου.
Λέω σήμερα να θυμίσω στους Θεσσαλονικείς -μια και το υποσχέθηκα σε κάποιο φίλο εκεί- την Μαίρη Σοΐδου που αγάπησαν για 60 και χρόνια και με την ευκαιρία να την γνωρίσουν όσοι μας διαβάσουν και από την υπόλοιπη Ελλάδα..
Η Μαίρη Σοΐδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1917. Από γονείς από την Θράκη. Μικρό προσφυγόπουλο ήρθε με τους γονείς της στην Θεσσαλονίκη, που την θεωρούσε πλέον πατρίδα της. Αποφοίτησε από το Α Γυμνάσιο θηλέων και σπούδασε μουσική και θέατρο στο «Ελληνικό Ωδείο» Θεσσαλονίκης με διευθυντή τον μαέστρο Σώτο Βασιλειάδη. Ξεκίνησε το 1938 παίζοντας σε θιάσους που περιόδευαν στην επαρχία του Σαντοριναίου, της Μυράτ, τα γνωστά και σπουδαία «μπουλούκια»..
Η συμμετοχή της σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις για τους μαχόμενους στρατιώτες, τον καιρό του πολέμου υπήρξαν μεγάλης σημασίας όπως διαβάζω σε δημοσιεύματα της εποχής. Το 1944 οι Θεσσαλονικείς την άκουγαν στα τακτικά προγράμματα του ραδιοφώνου και την χειροκροτούσαν σε ρεσιτάλ που έδινε σε διάφορους χώρους όπως το θρυλικό «Όλυμπος Νάουσα», το «Μεντιτερανέ», το «Πικαντίλι», το «Φάληρο», την «Χαβάη», το «Ρίο», τον «Παράδεισο» στην Αρετσού την «Λέσχη Αξιωματικών» κά
Το 1947 «κατέβηκε» στην Αθήνα και έδωσε εξετάσεις σε μια επιτροπή ταλέντων που είχε πρόεδρο την Μαρίκα Κοτοπούλη και έτσι απέκτησε άδεια άσκησης του επαγγέλματος ηθοποιού. Δεν έμεινε στην Αθήνα για να δουλέψει αλλά ξαναγύρισε στα «μπουλούκια». Έτσι γνώρισε όλη την Ελλάδα, έφτασε ως το πιο μικρό χωριό. Αργότερα πήγε στην Κύπρο, στην Αίγυπτο, στο Τελ Αβίβ πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε κράτους του Ισραήλ. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που έφτασε ως εκεί και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το 1950 «..φτασμένη πια καλλιτέχνης, με σπιρτόζο πνεύμα, άψογη εμφάνιση και ανεξάντλητο κέφι..», όπως διαβάζω σε τοπική εφημερίδα, εμφανίζεται ως κομφερανσιέ στο κήπο του Λευκού Πύργου.
Η πρώτη γυναίκα με φράκο!! Η πρώτη σόου-γούμαν της Θεσσαλονίκης!. Εκεί την γνώρισε και την αγάπησε το πλατύ κοινό.
Δεν δέχτηκε ποτέ να εγκαταλείψει την πόλη της αν και πολλές ήταν οι «σειρήνες» από την πρωτεύουσα που την καλούσαν, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης, ο μεγάλος κομφερανσιέ του «Άλσους» στο Πεδίον του Άρεως..
Όταν γκρέμισαν το 1955 το θέατρο – αναψυκτήριο του Λευκού Πύργου όλοι αναρωτιόντουσαν που θα πηγαίνουν τα παιδιά τους για να διασκεδάσουν, γιατί η Σοΐδου αφιέρωνε πάντα ένα μέρος του προγράμματος της στα παιδιά. Αποφάσισε τότε να ιδρύσει το «Παιδικό θέατρο» και να αφιερώσει τη ζωή της σε αυτό.
Το 1955 η Μαίρη ένωσε την ζωή της με τον Στάθη Μεταλλινό. Καθηγητή παραδοσιακών χορών σε γυμνάσια, και υπεύθυνο των εκδηλώσεων με χορευτικούς ομίλους της ΔΕΘ. Έζησε μαζί του ως τον θάνατο του το 1972.
Συνειδητοποιώντας τον εκπαιδευτικό ρόλο του θεάτρου -κυρίως στα πρώτα βήματα της ζωής του παιδιού που είναι τόσο καθοριστικά για την κατοπινή του εξέλιξη- ρίχνεται με πάθος στο όνειρο της, που είναι ένα παιδικό θέατρο με ερμηνευτές τα ίδια τα παιδιά κάτω από την διδασκαλία της.
Άρχισε το 1956 ανεβάζοντας «Τα ανθρώπινα λουλούδια» της Ιωάννας Μπουκουβάλα για να ακολουθήσουν τα επόμενα τριάντα και χρόνια, πενήντα περίπου έργα. Δεν άφησε κανένα είδος που να μην το δοκιμάσει: παραμυθόδραμα, κωμωδίες, οπερέτες, επιθεωρήσεις, μιούζικαλ και όλα δοσμένα με ενθουσιασμό από πεντακόσιους περίπου μικρούς «ηθοποιούς» που πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια από την σκηνή του θεάτρου της.
Από τα παιδιά που ξεκίνησαν ερασιτεχνικά στο παιδικό και στην συνέχεια ξεχώρισαν στον καλλιτεχνικό χώρο ήταν η Τάνια Τσανακλίδου, ο συνθέτης- τραγουδιστής Χρήστος Λεττονός -που έφυγε νωρίς και τόσο άδικα- ο ηθοποιός του ΚΘΒΕ Τάκης Πατσουράκος ενώ άλλοι ξεχώρισαν σε άλλους τομείς όπως η Λούλη Ανεμούδη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η Θούλα Βουτσά γιατρός στο ΑΧΕΠΑ κά.
Μου έλεγε τότε η Μαίρη: «Το παιδικό θέατρο δεν αποσκοπεί στο να βγάλει ηθοποιούς. Σκοπός του είναι να ψυχαγωγήσει, να μορφώσει και να κάνει τον αυριανό άνθρωπο να πορεύεται χαρούμενος και σωστός. Μα αν τύχει κάποιο ταλέντο να ξεπεταχτεί δεν μπορούμε να του στερήσουμε το θέατρο..»
Η Μαίρη Σοΐδου στεγάστηκε τα πρώτα δέκα πέντε χρόνια στο θέατρο «Χατζώκου», μετά στο «Στρατιωτικό Θέατρο», στον «Ελλήσπονδο», στο «Ράδιο Σίτυ»..
Στις 15 Ιανουαρίου του 1983 οργάνωσα στο θέατρο «Ελλήσπονδος» στην Αγγελάκη, μια γιορτή για τα 30 χρόνια του θεάτρου της. Μίλησαν τότε μέσα σ ένα κατάμεστο θέατρο ο Γιώργος Ζωγραφάκης, η Ιφιγένεια Διδασκάλου, η Νίνα Ναχμία και εγώ. Μετά ακολούθησε η παράσταση της «Σταχτομπούτας» που τότε είχε ανεβάσει. Όταν λίγο πριν το τέλος της εκδήλωσης την κάλεσα στην σκηνή, συγκινημένη μίλησε για τα 30χρονα του θεάτρου της και αναρωτήθηκε:
«..Δεν ξέρω ποιοί και για ποιά συμφέροντα έριξαν με πείσμα ένα «μπερντέ» ανάμεσα στη Μακεδονική πρωτεύουσα και την Αθήνα.. Θα σηκωθούν οι τρίχες της κεφαλής σας αν επιχειρούσα να πω περιστατικά που μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια γύρω από την προβολή και αναγνώριση ενός τέτοιου μοναδικού έργου, που δεν έπρεπε να είναι έργο της Θεσσαλονίκης άλλα όλης της Ελλάδας. Μα άπειρες φορές διαπίστωσα με πίκρα πως τα σύνορα της Ελλάδας για μερικούς -μα αρκετούς για να κάνουν κακό- σταματούν στην Λάρισα! Έτσι κάθε προσπάθεια να ακουστούμε πιο πέρα από την Θεσσαλονίκη έμεινε άκαρπη!!» Και απευθυνόμενη σ εμένα συνέχισε «Μετά από τριάντα χρόνια ήρθες εσύ τώρα και τράβηξες τον «μπερντέ…»
Ντράπηκα! Να άνοιγε η σκηνή να με καταπιεί!! Δεν είχα κάνει τίποτα για την Μαίρη, απλά είχα γράψει κάποια κείμενα για εκείνη στα έντυπα που τότε συνεργαζόμουν και τις οργάνωσα, φιλικά εκείνη την εκδήλωση…
«Γεια σου κυρά Μαίρη..»
Εντύπωση μου είχε κάνει εκείνα να χρόνια, η αγάπη που έδειχνε ο κόσμος στην Μαίρη, όπου και αν βρισκόταν. Θυμάμαι ότι βαριόμουνα φρικτά να κυκλοφορήσω μαζί της στους δρόμους της Θεσσαλονίκης γιατί συνέχεια κάποιος μας σταματούσε για να την φιλήσει!. Παντού άκουγα φωνές «Γειά σου κυρά Μαίρη» από τα μπαλκόνια, από τα μαγαζιά.. Τρώγαμε τα μεσημέρια στο «Όλυμπος Νάουσα» και στον «Στρατή» στην παραλία και ήθελα να αλλάξω τραπέζι! Δεν μας άφηναν σε ησυχία!!
Της άρεσε όμως, ένιωθε ότι κάτι είχε προσφέρει.. Το απολάμβανε..
Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι λίγοι που μιλούσαν αρνητικά για την Μαίρη. Ότι αντί για ηθοποιούς χρησιμοποιεί παιδιά. Την ρώτησα και εγώ γι αυτό…
«Η παιδική ψυχή διδάσκει ασφαλέστερα από κάθε άλλο την παιδική ψυχή», μου είπε. Και συνέχισε «Μόνο ένα παιδί μπορεί εύκολα να παρασύρει ένα άλλο σε μια καλή ή κακή πράξη. Το παιδί μέσα από τους διάφορους ρόλους που παίζει πλάθει συγχρόνως και τον χαρακτήρα του. Η τρυφερή ψυχή του ποτίζεται με την ευγένεια του παραμυθένιου κόσμου και βάζει τα δυνατά του να προσωποποιήσει ένα από τα φανταστικά αυτά πλάσματα. Συγχρόνως όμως όταν βγαίνει στην σκηνή, αποκτά θάρρος και αυτοπεποίθηση, μαθαίνει να μιλά σωστά και ασκείται στην πειθαρχία την ακρίβεια και κυρίως ενδιαφέρεται για το σύνολο. Θυσιάζει το μικρό του εγωισμό για το γενικό καλό. Όλα αυτά είναι κέρδος και χαρά για το παιδί. Μια παιδική παράσταση είναι ένα πραγματικό πανηγύρι στο οποίο συμμετέχει το παιδικό κοινό με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Τα ανυπόμονα χειροκροτήματα πριν ανοίξει η αυλαία, τα τρελά ευτυχισμένα γέλια, η αυθόρμητη συμμετοχή τους πολλές φορές στη δράση, αποδεικνύουν ότι μια θεατρική παράσταση δεν αφήνει αδιάφορη την παιδιάστικη ψυχή και όπως οι μικροί ηθοποιοί έτσι και οι μικροί θεατές διδάσκονται χωρίς να το καταλαβαίνουν, τις δυσκολότερες αρχές της ζωής. Μέσα από κάθε έργο βρίσκουν θέσεις και απαντήσεις ανάλογες με όσα οι γονείς τους και το σχολείο τους διδάσκουν…»
Την έβλεπα για πολλά χρόνια την Μαίρη Σοΐδου. Ερχόταν πάντα σε όλες μου τις δουλειές στην Θεσσαλόνικη. Την θυμάμαι το 1985 στο θέατρο «Αυλαία» όταν έκανα την πρώτη θεατρική μου παραγωγή με την «Κοντέσσα Βαλέραινα» με την κόρη της Κυβέλης, την Αλίκη. Την θυμάμαι το 1989 στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου στην συναυλία της Θεσσαλονικιάς συνθέτριας- ερμηνεύτριας Νινής Ζαχά, στο «Παλαί ντε σπόρ» το 1990 στην συναυλία με την Καίτη Χωματά.. Παντού παρούσα η Μαίρη με τα λουλούδια της και τα δωράκια της.. Ήρθε και στην Αθήνα, την φιλοξένησα στο σπίτι μου όπως και εκείνη με είχε φιλοξενήσει στο δικό της αρκετές φορές.
Μετά τα τηλέφωνα αραίωναν – μικρά και ασήμαντα μας απομακρύνουν από κάποιους ανθρώπους. Στην συνέχεια χαθήκαμε όπως συχνά γίνετε ακόμα και με ανθρώπους που κάποια στιγμή αγαπήσαμε..
Το 1997 κάποιοι της έφτιαξαν ένα βιβλίο για την ζωή της με τίτλο «Ταξίδι μέσα στο χρόνο» Το είδα τυχαία στην βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου στην Αθήνα, στη «Στοά του Βιβλίου». Το αγόρασα, το διάβασα.. Πολλά και διάφορα για πολλούς έγραφε..
Ούτε μία λέξη γι αυτόν που τράβηξε τον.. «μπερντέ» όπως έλεγε από σκηνής το 1983!!
Αργότερα έμαθα ότι είχε αρρωστήσει.. Της τηλεφώνησα.. Δεν απαντούσε κανείς… Από κάποιους έμαθα ότι πέθανε τον Μάρτιο του 2003.
Την θυμάμαι πάντα..
Χάρις σ αυτήν γνώρισα και αγάπησα την όμορφη -τότε- Θεσσαλονίκη..
Συχνά την θυμάμαι, όταν μετά από κάποιο μπαράκι, νύχτα περπατώ δίπλα στην θάλασσα από την Αριστοτέλους ως τον Λευκό Πύργο…
Γεια σου.. «κυρά Μαίρη»!!..
Δημήτρης Κραουνάκης