Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη. Οι Μποτσαραίοι ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο ονομαστές φάρες που υπήρχε στο Σούλι. Ο γενάρχης της φάρας των Μποτσαραίων ήταν ο Σπυρίδων Μπότσαρης που έλαβε μέρος στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου στο πλευρό του Γεωργίου Καστριώτη Σκεντέρμπεη. Πολέμησαν πολλές φορές νικηφόρα ενάντια στους Τούρκους και στους Τουρκαλβανούς.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμαθε λίγα γράμματα από τον καλόγερο Σαμουήλ. Από μικρό παιδί μισούσε τους πολύ Τούρκους. Ο Μάρκος Μπότσαρης έζησε αρκετό χρονικό διάστημα στην αυλή του Αλή Πασά, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά για τον Μάρκο ότι «εκείνος εκεί ο αμίλητος θα φάει πολύ Τουρκιά».
Ο Μάρκος Μπότσαρης παντρεύτηκε το 1810 την Χρυσούλα Χρηστάκη, κόρη του αρματολού Χρηστάκη από την Πρέβεζα. Έκαναν μαζί δυο αγόρια που πέθαναν στην βρεφική τους ηλικία, τον Δημήτριο Μπότσαρη (υπουργός στρατιωτικών το 1859 και το 1866-1867), και δύο κόρες, την Βασιλική Σισίνη (έπειτα Αντωνοπούλου) και την Αικατερίνη ή Ρόζα Καρατζά.
Για κάποιο χρονικό διάστημα, ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν υπαξιωματικός του γαλλικού συντάγματος Αρβανιτών και Αλβανών στην Κέρκυρα. Οι Μποτσαραίοι πολέμησαν αρχικά στο πλευρό του Σουλτάνου κι ενάντια του Αλή Πασά, έχοντας την ελπίδα ότι ο Σουλτάνος θα τους επέτρεπε να ανακτήσουν την πατρίδα τους. Ο αντιπρόσωπος του Σουλτάνου όχι απλά αρνήθηκε ρητά κάτι τέτοιο αλλά το απέρριψε με έντονη περιφρόνηση, λέγοντάς τους “για τους γκιαούρηδες μόνο σίδερα και ξύλο έχει ο Σουλτάνος”. Τότε ο Μάρκος Μπότσαρης και οι Σουλιώτες αποδέχτηκαν πρόταση συμμαχίας με τον Αλή Πασά ενάντια στον Σουλτάνο. Στα πλαίσια της συμφωνίας για συμμαχία αντάλλαξαν ομήρους (ένας από αυτούς ήταν και ο Κώστας Μπότσαρης).
Στις 6 Οκτωβρίου 1820, 300 Σουλιώτες κατευθυνθήκαν από τα Ιωάννινα στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και ξεκίνησαν επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα γυναικόπαιδα μαζευτήκαν στον ανοχύρωτο Σούλι, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί πριν από 15 χρόνια και ορίστηκε ανώτατος αρχηγός των Σουλιωτών ο Νώτης Μπότσαρης, που έχει χαρακτηριστεί απ’ τους ιστορικούς ως ο Νέστορας των Σουλιωτών. Η πρώτη κίνηση που έκαναν οι Σουλιώτες ήταν να καταλάβουν με τέχνασμα το φρούριο των Βαριάδων, όπου οχυρωθήκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι που βρίσκονταν κοντά στα Ιωάννινα τροφοδοτούνταν από την Άρτα, επιτέθηκε με 200 Σουλιώτες ιππείς την συνοδεία στις Κομψάδες. Οι Σουλιώτες σκότωσαν μεγάλο πλήθος Τούρκων ιππέων και έστειλαν στο Σούλι τα λάφυρα.
Αμέσως μετά, ο Μάρκος Μπότσαρης κατέλαβε τα Πέντε Πηγάδια, όπου αντιμετώπισε με επιτυχία τουρκικό στρατό που αποτελούνταν από σώμα 5000 εκλεκτών Αλβανών. Σύμφωνα με τον Pouqueville στη μάχη έπεσαν 280 Τούρκοι και μόλις 10 Έλληνες και οι νικητές μάζεψαν 1500 όπλα και πολλά λάφυρα. Ο Pouqueville αναφέρει ακόμη ότι ο Μάρκος Μπότσαρης απαγόρεψε στους στρατιώτες τους να στήσουν τρόπαιο από τα κεφάλια των εχθρών και τους έβαλε να ψάλλουν όλοι οι Σουλιώτες το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου”.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, με ενίσχυση 200 πολεμιστών απ’ τους Βαριάδες, πολιόρκησε και κατέλαβε το φρούριο Ριγάσας (ή Ριγιάσα). Τότε αναγκάστηκε και ο Αλή Πασάς, αφού απειλήθηκε, να παραδώσει τα φρούρια του Σουλίου στους Σουλιώτες. Ο Μάρκος Μπότσαρης με τα παλικάρια του και με οπλαρχηγούς από την Ακαρνανία προχωρούν στην Άρτα. Εκεί συνεννοήθηκε με τον οπλαρχηγό Γώγου του Ραδοβιστίου και τον οπλαρχηγό των Τσουμέρκων Ιωάννη Κουτελίδα, να επιτεθούν ταυτόχρονα στο σουλτανικό στρατόπεδο, αλλά η επιχείρηση αυτή ματαιώθηκε επειδή ο Μάρκος Μπότσαρης έπρεπε να επιστρέψει γρήγορα στο Σούλι για να αποτρέψει εισβολή που θα έκαναν οι Τσάμηδες.
Οι νίκες του Μάρκου Μπότσαρη κατά των Τούρκων ακολούθησαν η μία την άλλη: Βαριάδες, Δραμασούς, Κασμηρά, Ραψίστα, Πλάκα, Κομιτσάδες κα. Σε κάθε περίπτωση ο Μάρκος Μπότσαρης είχε υπό τις διαταγές του από 200 ως 600 πολεμιστές και ο αντίπαλος στρατός αποτελούταν από μερικές χιλιάδες.
Στις 26 Ιουλίου απόσπασμα Σουλιωτών ξεκινούν την επανάσταση στα Γραμμενοχώρια και κατόπιν ο Μάρκος Μπότσαρης αναγκάζεται να επιστρέψει πάλι στο Σούλι εξαιτίας νέας απιστίας των Τσάμηδων στη συμφωνία ουδετερότητας που είχε καταφέρει ο Νώτης Μπότσαρης παλιότερα.
Η Επανάσταση είχε κηρυχθεί πλέον και στην Νότια Ελλάδα. Ο Μάρκος Μπότσαρης κατέβηκε στην Κόρινθο ζητώντας ενισχύσεις για την Ήπειρο, όμως στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Μετά την πτώση του Σουλίου, ο Μάρκος Μπότσαρης πάλι ζήτησε από την Ελληνική Κυβέρνηση βοήθεια για τους Σουλιώτες, που συνέχιζαν να έχουν επικεφαλής τον Νώτη Μπότσαρη. Τον Μάρτιο του 1822, κι ενώ βρίσκεται στο Μεσολόγγι, ο Μάρκος Μπότσαρης πληροφορείται ότι το φρούριο Ριγιάσας πολιορκείται πάλι από Αλβανούς και κινδυνεύει να πέσει, χτύπησε δυνατά τους πολιορκητές και τους διασκόρπισε.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, συμμετείχε στην μάχη της Πέτας, όπου πολέμησε γενναία μέχρι να αναγκαστεί να υποχωρήσει στα Λαγκάδια. Λίγο μετά την παράδοση του Σουλίου με την συνθήκη της 28ης Ιουλίου 1822, ο Νώτης και άλλοι Σουλιώτες έφτασαν στην Νότια Ελλάδα. Ο Μάρκος κανόνισε να σταλεί η οικογένειά του από την Ζάκυνθο στην Αγκόνα. Η αυτοθυσία του ήταν τόση που έφτασε να συγχωρέσει τον φονιά του πατέρα του, Γώγο Μπακάλα. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ομέρ Βρυώνη τον Οκτώβριο του 1822, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Μαυροκορδάτος ξεχώρισαν ανάμεσα στους υπερασπιστές. Ο Μπότσαρης, με το πρόσχημα των διαπραγματεύσεων για παράδοση, καθυστέρησε τους Τούρκους και όταν έφτασε η βοήθεια του Γρίβα και του Δεληγιάννη έστειλε μήνυμα στους Τούρκους “αν θέλετε τον τόπο μας ελάτε να τον πάρετε”. Τα Χριστούγεννα του 1822 κατάφεραν να αποκρούσουν την τουρκική επίθεση. Τελικά οι επαναλαμβανόμενες πολιορκίες και η ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων οδήγησε τους πολιορκούμενους να αποφασίσουν την Έξοδο του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826.
Ο Μάρκος Μπότσαρης διορίστηκε από την Α Εθνοσυνέλευση στρατηγός στην Δυτική Ελλάδα, αφού ο Βαρνακιώτης προσκύνησε τον Σουλτάνο. Ταυτόχρονα με τον Μάρκο είχαν διοριστεί κι άλλοι στρατηγοί, πράγμα που δημιούργησε δυσαρέσκειες. Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του Μάρκου Μπότσαρη, έσκισε το δίπλωμα διορισμού του λέγοντας ότι όποιος είναι ικανός παίρνει το δίπλωμά του μπροστά στον εχθρό.
Ξεκίνησε επικεφαλής 350 Σουλιωτών και μαζί με άλλους οπλαρχηγούς αντιμετώπισε τον πασά Μουσταφά (ή Μουστάη) από την Σκόδρα και την στρατιά του (4000 ή 5000 Αλβανοί) στη θέση Κεφαλόβρυσο, ενάμισι χλμ από το Καρπενήσι. Στις 7 Αυγούστου 1823 (ή, σύμφωνα με άλλες πηγές στις 10 Αυγούστου 1823) ο Μάρκος Μπότσαρης επιτέθηκε πρώτος, θέλοντας να αιφνιδιάσει μέσα στη νύχτα το τουρκικό στρατόπεδο. Αφού είχαν σκοτώσει πολλούς Τούρκους, ο Μάρκος Μπότσαρης πυροβολήθηκε στο κεφάλι, ενώ προσπαθούσε να αιχμαλωτίσει τον πασά. Οι Σουλιώτες του Μάρκου συνέχισαν τον Αγώνα μετά τον θάνατό του, με επικεφαλής τον Κώστα Μπότσαρη.
Στις 10 Αυγούστου 1822 η σωρός του Μάρκου Μπότσαρη θάφτηκε με τιμές στο Μεσολόγγι. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Μάρκος Μπότσαρης συναγωνίζονταν επάξια στην προσφορά τους στον Αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στην στρατηγική ευφυΐα, και ο θάνατός του, γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης, “δίκαια θεωρήθηκε εθνικό δυστύχημα”.
Δείτε το αφιέρωμα της Ματιάς για τις εθνικές εορτές, την 25η Μαρτίου 1821, την 28η Οκτωβρίου 1940, κάνοντας κλικ εδώ!
E.A.