Όταν διάβαζα την “Πείνα” του Κνουτ Χάμσουν, τη διάβαζα χορτάτος. Και, ως χορτάτος, συμφωνούσα με τις συνταρακτικές περιγραφές του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα.
Ναι, έλεγα, έτσι θα πρέπει να αισθάνεται ένας πεινασμένος.
Και, φυσικά, όταν διάβαζα την “Πείνα” – ήμουν παιδί ακόμα – ούτε που το φανταζόμουν ότι θα ερχόταν κάποτε η εποχή που θα ζούσα κι εγώ, την περιπέτεια του χαμσουνικού ήρωα.
Η εποχή αυτή ήρθε.
Μόνο που εγώ δεν πείνασα αλητεύοντας στην παγωνιά της νορβηγικής υπαίθρου. Πείνασα εδώ, στην Αθήνα, που τους κατοχικούς χειμώνες δεν ήταν λιγότερο παγερή από τη Νορβηγία.
Η πείνα δεν ήρθε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Σιγά – σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται
τα αγαθά από την αγορά. Στα μπακάλικα, που άδειασαν όλα τα ράφια τους, δε μπορούσε πια κανείς να βρει παρά μόνο σκούπες, λουλάκι και λουμίνια. Στα μανάβικα, το πολύ – πολύ
καμιά πλεξούδα σκόρδα. Και στα χασάπικα τίποτα. Θυμάμαι, μάλιστα, μια μέρα που ο χασάπης της γειτονιάς μας πουλούσε σπανάκι.
Ακόμα, όμως, κι όταν εξαφανίστηκαν
τα τρόφιμα, δεν πέσαμε αμέσως στο έλεος της νερόβραστης λαχανίδας.
Βγήκαν, βλέπετε, στην πιάτσα οι μαυραγορίτες
και μπορούσε να βρει κανείς λίγο ακριβοπληρωμένο λαδάκι, λίγο τυράκι, καμιά κονσέρβα ή κάτι άλλο φαγώσιμο.
Ύστερα χάθηκαν και οι μαυραγορίτες.
Χάθηκαν, δηλαδή, για μας, τη συντριπτική πλειοψηφία των πειναλέων, που δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αντιμετωπίσει τις τιμές, στις οποίες είχαν φτάσει τα παντός είδους τρόφιμα.
Και πέσαμε στη λαχανίδα και στο ρεβύθι.
ΠΕΙΝΑ…
πείνα και των γονέων, που λένε.
Ο Αττίκ έγραφε πως “ξέχασε το χρώμα των ματιών της”. Εμείς είχαμε ξεχάσει τη γεύση
όλων των γνωστών φαγητών. Λαχανίδα, ρεβύθι,
πού και πού λίγη σταφίδα.
Και δεν ήταν μόνο η πείνα. Ήταν και ο φόβος.
Δε ζητάγαμε τροφή μόνο επειδή πεινούσαμε. Τη ζητάγαμε πιο πολύ από φόβο μήπως από την πείνα τα τινάξουμε.
Θυμάμαι μια φορά στην Ομόνοια, που κάποιος κουβαλούσε, τυλιγμένη μέσα σε μια εφημερίδα,
μια μπουκάλα λάδι. Σε μια στιγμή, δεν ξέρω πώς έγινε, του γλίστρησε από τα χέρια, έπεσε κάτω στην άσφαλτο κι έσπασε. Και, τότε, όσοι το πήραν χαμπάρι έπεσαν στον δρόμο με τα τέσσερα και έγλειφαν το λάδι από την άσφαλτο.
Αλέκος Σακελλάριος