…Της είχε πει:
«Αν πάθω τίποτα θα φύγεις αμέσως…».
«Δεν είσαι καλά! Άκου, θα φύγω αμέσως!…».
«Ναι, ναι… θα μ αφήσεις και θα φύγεις… Σα να μη συμβαίνει τίποτα!».
«Σα να μη συμβαίνει τίποτα! Μα τ είναι αυτά που λες;» διαμαρτυρήθηκε η Ισμήνη.
«Άκου που σου λέω», επέμενε εκείνος. «Θα μ αφήσεις και θα φύγεις. Να μου το υποσχεθείς!».
«Μα… πώς θα φύγω και θα σ αφήσω αβοήθητο;» Δεν το χώραγε ο νους της.
«Ναι, αβοήθητο… μια και μάλλον δεν θα χρειάζομαι πια βοήθεια…».
…Θα ταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα όταν η Ισμήνη έφυγε αναστατωμένη και πήγε στο εξοχικό τους, στο Σούνιο. Τον είχε αφήσει «έτσι», όπως ήταν η επιθυμία του.
Είχαν περάσει τρεις μέρες. Τρεις ολόκληρες μέρες στριφογύριζε στα δωμάτια της βίλας, ολομόναχη. Χωρίς καμιά επαφή με τον έξω κόσμο. Χωρίς καμιά είδηση.
Στην αρχή, τις πρώτες ώρες που χε φτάσει στο εξοχικό, πριν τρεις μέρες, ήταν αναστατωμένη. Έκλαιγε. Ύστερα ήρθε κάτι σαν απάθεια. Η αναμονή. Κοίταξε από τις κλειστές γρίλιες έξω, μήπως φανεί κάποιος αστυνομικός. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά η υπερδιέγερση. Της ερχότανε να τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Με δυσκολία κρατιότανε.
Δυο τρεις φορές πήγε προς το τηλέφωνο. Να μιλήσει με κάποιον… ν ακούσει φωνή ανθρώπου. Να ρωτήσει κάτι… να μάθει…
Της είχε πει, όμως: «Πρόσεχε! Δεν θα τηλεφωνήσεις σε κανέναν! Μην προσπαθήσεις να μάθεις πριν σε επισκεφτούν από την Ασφάλεια! Θα τα χαλάσεις όλα!».
Τρεις, πέντε, δέκα φορές το αποφάσισε να φύγει και να γυρίσει στο σπίτι της στην Αθήνα. Το χε προβλέψει κι αυτό. Της είχε πει: «Δεν θα γυρίσεις σπίτι, πριν σε ειδοποιήσω! Σε καμιά περίπτωση.! Το ξέρω πως θα είναι δύσκολο… μεγάλη δοκιμασία για σένα, Ισμήνη, αλλά δεν θα γυρίσεις! Θα ρθουν αυτοί να σε πάρουν όταν βρούνε το πτώμα!».
«Είναι τρελά όλα αυτά!» σκέφτεται τώρα η Ισμήνη, κοιτώντας από το παράθυρο, έξω προς τη θάλασσα. «Είναι άγρια όλα αυτά!».
Ναι, αυτή είναι η λέξη: άγρια!
Πάνω που τ αποφάσισε πως δεν άντεχε πια αυτή τη βασανιστική αναμονή, άκουσε λάστιχα αυτοκινήτου στα πετραδάκια της αλέας – σα να πεφτε χοντρό χαλάζι.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Τώρα περίμενε το κουδούνι. Να και το κουδούνι. Έπρεπε να μετρήσει ως το είκοσι. Να μην ανοίξει αμέσως. Έτσι της είχε πει: να περιμένει και δεύτερο και τρίτο κουδούνισμα, αν έχει κι άλλη αντοχή. Μα δεν είχε. Με το δεύτερο, βρέθηκε στην πόρτα.
– Ποιος είναι;
– Αστυνομία! Ανοίξτε!
Πήρε βαθιά αναπνοή και άνοιξε.
– Τι συμβαίνει;
Και τα λάστιχα του αυτοκινήτου και το κουδούνι και η απάντηση «αστυνομία» ήταν κάτι σαν λύτρωση, ύστερα από αυτές τις τρεις εφιαλτικές μέρες που πέρασε.
– Είσαστε μόνη σας εδώ, δεσποινίς Παπά;
«Όταν τους δεις, κράτα την ψυχραιμία σου», της είχε πει. «Η αρχή είναι το πιο δύσκολο. Οι πρώτες φράσεις».
– Πόσες μέρες είσαστε εδώ, δεσποινίς Παπά;
«Θα είσαι αν μπορείς και επιθετική!» της είχε πει.
Ήταν ένας αρχιφύλακας, ο οδηγός του περιπολικού και ένας πενηντάρης με πολιτικά, αδύνατος, ξερακιανός, που το βλέμμα του πηγαινοερχότανε ασταμάτητα εδώ κι εκεί.
– Συμβαίνει τίποτα στους γονείς μου; ρώτησε.
– Να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω καλά καλά τι συμβαίνει… μουρμούρισε ο ξερακιανός με τα αεικίνητα μάτια. Αν έχετε την καλοσύνη να μας ακολουθήσετε ως το σπίτι σας, στην Αθήνα… Είναι εκεί ο κύριος εισαγγελέας…
– Ληστεία; κατάφερε να ρωτήσει η Ισμήνη, φέρνοντας από τώρα μπροστά της την εικόνα που θα έβλεπε στο σπίτι.
– Δεν ξέρω… δεν ξέρω τι να σας πω… Εμείς πήραμε εντολή να ρθουμε να δούμε αν είσαστε εδώ… Θα είχατε την καλοσύνη να μας ακολουθήσετε;
Της είχε πει: «Μπορεί να μην σου μαρτυρήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, για να σε ψαρέψουν. Αυτό είναι το σύστημα τους. Εσύ να μη δείξεις πως ξέρεις! Έχει σημασία αυτό! Εσύ θα ρωτάς συνέχεια τι συμβαίνει και θ αγαναχτείς!».
Όσο για αγανάκτηση, η ίδια η αναστάτωση της, η κούραση από τις τρεις άγριες μέρες, η αγωνία, κι αυτός ο ξερακιανός που κανε τον ανήξερο της εξασφάλιζαν μια στάση που μοιαζε κάπως με αγανάκτηση.
Στην αρχή, μέσα στο περιπολικό δεν μίλησε κανένας. Ο ξερακιανός κοίταζε συνέχεια έξω από το παράθυρο. Λες και πήγαινε περίπατο. Πρόσεξε πως το περιπολικό δεν έτρεχε.
– Πόσες μέρες είσαστε στη βίλα στο Σούνιο; ρώτησε ο ξερακιανός χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει…
– Πόσες; επανέλαβε η Ισμήνη την ερώτηση. Μα… τρεις;
– Τι ώρα φύγατε από το σπίτι σας στο Ψυχικό;
Της είχε πει: «Προσοχή! Όχι συγκεκριμένη ώρα. Όχι ακρίβεια. Μπορεί κάποιος να σε είδε. Ένα αυτοκίνητο που ξεκινάει αργά τη νύχτα, γίνεται εύκολος στόχος…Όχι, λοιπόν ακρίβεια!»
– Λοιπόν; Τι ώρα φύγατε από το Ψυχικό; ξαναρώτησε ο ξερακιανός με τα πολιτικά.
– Αργά…
– Δηλαδή;
– Δεν ξέρω… αργά… πάντως… Μετά τα μεσάνυχτα, νομίζω…
– Την Κυριακή μετά τα μεσάνυχτα;
– Κυριακή ήτανε; αναρωτήθηκε η Ισμήνη και μέτρησε πάλι μέσα της τις άγριες μέρες.
– Τι σας έκανε να φύγετε μεσάνυχτα από το σπίτι σας; συνέχισε να ρωτάει ο ξερακιανός με τα πολιτικά, χωρίς να την αφήνει από το βλέμμα του.
– Δεν νομίζετε πως είναι δική μου υπόθεση; τ απάντησε ξερά.
– Δεν το νομίζω… χαμογέλασε εκείνος. Και όταν δείτε κι εσείς την κατάσταση που υπάρχει στο μέγαρό σας, στο Ψυχικό, θα χετε την ίδια γνώμη με μένα.
Της είχε πει: «Ό,τι και ν απαντήσεις θα το πάρουν σαν εκκεντρικότητα! Μια εκατομμυριούχα εκκεντρική!» Και γέλασε. Όσο μπορούσε να γελάσει εκείνος, έτσι με σφιγμένα από τον πόνο δόντια. «Μια εκκεντρική που κάνει ό,τι της καπνίσει!»
Η Ισμήνη είχε θυμώσει:
«Πάρ το πίσω αυτό που είπες!
«Εντάξει… το παίρνω πίσω», είχε σοβαρευτεί απότομα κι εκείνος. «Θα πεις πως είχες κάποια ερωτική απογοήτευση… βρες κάτι… Ό,τι και να πεις χωράει. Έτσι μου ρθε πες, έτσι ήθελα, λογαριασμό θα δώσω;»
«Δεν έχεις και πολύ καλή ιδέα για μένα…» παραπονέθηκε η Ισμήνη.
«Αν δεν είχα… δεν θα ρχόμουνα σε σένα…» Της είχε αποκριθεί σοβαρός. «Άλλωστε… από τα πρόσωπα της ελληνικής τραγωδίας, το πιο δραματικό, το πιο ανθρώπινο, το άτομο που πραγματικά πάσχει είναι, κατά τη γνώμη μου η Ισμήνη!»
«Η Ισμήνη!» παραξενεύτηκε εκείνη, η συνονόματη της ηρωίδας του Σοφοκλή.
«Ναι, ναι… Η Ισμήνη! Οι άλλοι τύποι, οι άλλοι ήρωες είναι οι φτιαγμένοι, οι έτοιμοι. Οι καλοί – οι κακοί! Η Αντιγόνη έχει το ηρωικό στοιχείο, ας πούμε…»
«Σταμάτα, πάψε!» έσκυψε η Ισμήνη και του σκούπισε λίγο αίμα που κύλησε στην άκρη στα χείλια του.
«Εντάξει… θα το πω κι αυτό και θα σταματήσω. Λοιπόν… Η Ισμήνη, που λες, στην τραγωδία είναι το αληθινό, το μόνο τραγικό πρόσωπο. Βρίσκεται ανάμεσα στους ήρωες, την Αντιγόνη και το Κράτος! Απάνω της σπάνε όλα τα κύματα. Κι ας μην τη λογαριάζει κανείς…»
Το περιπολικό σταμάτησε μπροστά στη κεντρική είσοδο, στο μέγαρο στο Ψυχικό.
«Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν θα σου πούνε τίποτε. Θα σε ψαρεύουν μόνο, να δουν τι ξέρεις…» της είχε πει.
– Περάστε! την κάλεσε ο ξερακιανός και άνοιξε την πόρτα του περιπολικού. Έξω από το σπίτι, ένα γύρω, τρία ακόμη αυτοκίνητα της αστυνομίας. Και πολλοί αστυνομικοί. Άλλοι με πολιτικά. Και ένα ασθενοφόρο.
«Να τον έχουν πάρει;» αναρωτήθηκε.
– Περάστε… την ξαναπροσκάλεσε ο ξερακιανός, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. Δεν τ αποφάσιζε. Ήξερε τι θα βλεπε, ήξερε τι θα χε να αντιμετωπίσει. Είχε προετοιμαστεί κιόλας.
Είχε προετοιμαστεί;
Τέλος βγήκε από το αυτοκίνητο. Κοίταξε σαν χαμένη, πραγματικά χαμένη, την ανοιχτή δρύινη πόρτα του μεγάρου.
Στο τεράστιο χωλ με την αραβική επίπλωση βρισκόντουσαν ο εισαγγελέας και ο ιατροδικαστής. Έτσι συστήθηκαν. Τον ιατροδικαστή όμως κάπου τον ήξερε. Ναι! Γνωστός της οικογένειας.
– Πώς είσθε, δεσποινίς Ισμήνη;
Κοίταξε γύρω της.
– Λοιπόν… στο σπίτι σας υπάρχει ένα πτώμα .. είπε τώρα ο ξερακιανός, αναστενάζοντας που ήταν επιτέλους, υποχρεωμένος ν αποκαλύψει το μυστικό.
Από την υποδοχή που του κάνανε η Ισμήνη κατάλαβε πως ήταν ο ανακριτής. Κι όλο το δρόμο έκανε τον ανήξερο! «εντολές, δεν ξέρω».
Είχε δίκιο ο Φάνης: «Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν θα σου πουν την αλήθεια. Πρόσεχε να μη σε ψαρέψουν!»
– Πτώμα; ρώτησε και της φάνηκε πολύ χαζή η ερώτηση.
– Σε αποσύνθεση… η πολλή ζέστη, ξέρετε…
– Καθίστε, δεσποινίς Ισμήνη, την προσκάλεσε ο ιατροδικαστής. Δεν είναι τόσο ευχάριστο το θέαμα που θ αντικρίσετε… Και η μυρουδιά αυτή…
– Μας ειδοποίησαν οι γείτονες, προθυμοποιήθηκε τώρα να εξηγήσει ο ανακριτής.
– Τι πτώμα; Ποιος είναι; ρώτησε με μισή φωνή η Ισμήνη.
– Δεν ξέρετε; γύρισε την ερώτηση ο εισαγγελέας.
– Πρέπει να ξέρω; κατάφερε να τον αντιμετωπίσει.
– Οι γείτονες είπαν πως σας άκουσαν να φεύγετε στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα της περασμένης Κυριακής. Κατά τις έντεκα είδαν ν ανάβουν τα φώτα της αλέας.
«Είναι αδύνατο να φανταστείς πόσα μπορεί να ξέρουν οι γείτονες! Αυτοί οι γείτονες που νομίζεις πως δεν νοιάζονται για τίποτα και τίποτα δεν βλέπουν και δεν ξέρουν !» της είχε πει.
– Ποιος είναι το… πτώμα; ξαναρώτησε για να κερδίσει χρόνο και να συνέλθει.
Να συνέλθει. Αν και τρεις μέρες τώρα αντιμετώπιζε με το νου της αυτή τη στιγμή.
– Το ανακάλυψαν οι γείτονες από τα σκυλιά… μουρμούρισε ο ανακριτής κοιτάζοντας γύρω του, απότομα, σα ν’ άκουσε γαύγισμα.
– Από τα σκυλιά; Ποια σκυλιά; παραξενεύτηκε.
– Τα σκυλιά… απάντησε κοφτά ο ανακριτής.
Ο εισαγγελέας ανέλαβε να εξηγήσει.
– Είδαν να μπαινοβγαίνουν σκυλιά στο σπίτι σας… πλησίασαν και ένιωσαν τη δυσάρεστη μυρουδιά της αποσύνθεσης…
– Από πού μπήκαν τα σκυλιά; ρώτησε τρομαγμένη.
– Τα σκυλιά μπήκαν από κει που μπήκε και ο κλέφτης. Αν ήταν κλέφτης.
Της είχε πει: «Πριν φύγεις θα πας κάτω στην κουζίνα, και θα σπάσεις το τζάμι της πόρτας. Πρόσεχε! θα το σπάσεις από το έξω για να πέσουν τα γυαλιά μέσα στην κουζίνα! Μην κάνεις κάνα λάθος την τελευταία στιγμή!»
Από το σπασμένο, λοιπόν, παράθυρο της κουζίνας είχαν μπει και τα σκυλιά. Δυο τεράστια σκυλιά που είχαν στο γειτονικό μέγαρο για να φυλάνε το σπίτι από τους κλέφτες και τα συνηθισμένα πεινασμένα αλητόσκυλα, που είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην άγρια κατάσταση του λύκου.
Ο Φάνης είχε έρθει λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Ίσως στις έντεκα που είπαν και οι γείτονες. Άκουσε το χτύπημα στην εξώπορτα και βιάστηκε ν ανάψει τα φώτα της αλέας. Το χε σκάσει από το νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει σε κακά χάλια από τα κρατητήρια της ασφάλειας. Είχε ένα βαθύ τραύμα στο κεφάλι από χτύπημα -»με μια τανάλια με χτύπησαν»
της είχε πει- και μερικά πλευρά σπασμένα.
«Συγνώμη, της είχε πει, συγνώμη που ήρθα να σε αναστατώσω, αλλά δεν είχα πού αλλού να πάω… δηλαδή, κάπου που να μην το υποπτευθούν… Το σπίτι του Αριστείδη Παπά δεν μπορεί κανείς να το υποπτευθεί… Έμαθα και από τις εφημερίδες πως οι δικοί σου λείπουν και έπιασα την ευκαιρία… Ελπίζω να μην πεθάνω εδώ και σε βάλω σε μπελάδες… Ορίστε… έφερα και ενέσεις και επιδέσμους και χάπια και φάρμακα… Μου τα δωσε η νοσοκόμα που με βοήθησε να το σκάσω… Βλέπεις, ήμουνα σε τέτοια κατάσταση που κανείς δεν φανταζότανε πως υπάρχει φόβος να κουνηθώ κι έτσι χαλάρωσαν τα μέτρα ασφάλειας…»
– Μπορεί να τον γνωρίζατε… είπε ο εισαγγελέας.
– Αν και στην κατάσταση που βρίσκεται και να τον γνωρίζατε… κάτι πήγε να πει ο ιατροδικαστής, γνωστός της οικογένειας, αλλά τον έκοψε απότομα ο ανακριτής.
– Θα τον δείτε και ίσως τον αναγνωρίσετε!
«Και πρόσεχε! Δεν με ξέρεις!» της είχε πει.
Τον είχε ανταμώσει για πρώτη φορά πριν τέσσερα χρόνια, το 1964. Ήταν από τους τελευταίους που απολύθηκαν από τις φυλακές με κάτι «μέτρα ειρήνευσης» που είχε πάρει η κυβέρνηση. 18 χρόνια φυλακή. Σαράντα χρονών ο Φάνης, ασπρισμένος αλλά γεμάτος ζωντάνια. Είχαν συναντηθεί σ ένα διανοουμενίστικο κύκλο, κάποιος ποιητής πρώην εξόριστος, φίλος φίλης της Ισμήνης.
«Να σου γνωρίσω κι έναν επικίνδυνο κομμουνιστή!» τους είχαν συστήσει. «Από δω… η Ισμήνη Παπά! Σκυλόψαρο της ολιγαρχίας!».
«Σκυλοψαράκι ακόμη!» γέλασε ο Φάνης.
Οι κομμουνιστές έχουν τέσσερα κεφάλια, ουρές και νύχια μεγάλα και ματωμένα! Έτσι τους περιγράφανε στο σπίτι, και ιδιαίτερα η Αγγλίδα γκουβερνάντα της, η μις Έλεν.
Τούτος εδώ, ο Φάνης ήταν ένας άνθρωπος απλός, ίσως γερασμένος πρόωρα, με μάτια που λάμπανε.
«Χορεύετε;» τον προσκάλεσε.
«Βέβαια!» είπε εκείνος.
«Πού μάθατε χορό, στη φυλακή;» ειρωνεύτηκε η Ισμήνη.
«Βέβαια!» ξανάπε ο Φάνης.
«Έχω ακούσει πως στις φυλακές και στις εξορίες έχετε οργανώσει και θέατρο και σχολές… Η άμυνά σας είναι αυτή;»
« Όχι! Όχι η άμυνά μας! Η επίθεσή μας!» είχε χαμογελάσει ο Φάνης.
«Επίθεση;»
«Μα βέβαια. Επίθεση! Η πιο άγρια στο κατεστημένο! Εκείνοι θέλουν να σε σπάσουν κι εσύ τραγουδάς, χορεύεις, ζεις!»
– Και τώρα έρχεται η πιο δύσκολη στιγμή… είπε ο ανακριτής.
– Ας περιμένουμε λίγο… πρότεινε ο εισαγγελέας…
– Πρέπει να πάρει το πτώμα το ασθενοφόρο, επέμεινε ο ανακριτής.
– θα ήθελα να σας προειδοποιήσω, δεσποινίς Ισμήνη, πως αυτό που θα δείτε δεν είναι και τόσο… κάτι πήγε να πει πάλι ο ιατροδικαστής αλλά ξανά τον έκοψε η παρέμβαση του ανακριτή.
– Δεν χρειάζεται… η δεσποινίς φαίνεται ισχυρός χαρακτήρας.
« Δεν με ξέρεις! Δεν μ έχεις ξαναδεί ποτέ σου!» της είχε πει: «Πρόσεχε, είναι σημαντικό αυτό. Και αν δεν νοιαστείς για σένα, να σκεφτείς πως έτσι και καταλάβουν πως με ήξερες δεν θα σ αφήσουν σε χλωρό κλαρί! Θ αρχίσουν τις ερωτήσεις τα πώς και τα τι και θα σε μπερδέψουν. Είναι επαγγελματίες αυτοί! Κι όχι εξυπνάδες. Απλές και σύντομες απαντήσεις…»
– Λοιπόν… ελάτε να δείτε το πτώμα… αναστέναξε ο ιατροδικαστής.
Η Ισμήνη με δυσκολία προσπαθούσε τώρα να κρύψει την αναστάτωσή της. Αλλά και γιατί να την κρύψει; Και σ αυτό την είχε προειδοποιήσει ο Φάνης.
«Θα φερθείς φυσικά… άλλωστε, φυσικό φέρσιμο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να τα χεις χαμένα, να μην ξέρεις τι σου γίνεται, να τα μπερδεύεις…»
Ο ανακριτής προχώρησε πρώτος και στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήταν φανερό – και δεν το κρυψε – πως ήθελε να δει τις πρώτες της αντιδράσεις.
«Θα μ αφήσεις και θα φύγεις» της είχε πει. «Θα πας αυτό το σημείωμα και θα το ρίξεις κάτω από την πόρτα στην οδό Αχαρνών. Είναι μια μονοκατοικία μικρή ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες. Στον αριθμό 61. Υπάρχει κάποιος προδότης που τον είδα στην Ασφάλεια και πρέπει να το μάθουν….»
Ο ιατροδικαστής ο γνωστός της οικογένειας, αναστέναξε, σα να διαφωνούσε με μια τέτοια ενέργεια και σήκωσε το σεντόνι που σκέπαζε το πτώμα.
Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Η Ισμήνη απόφυγε να κοιτάξει αμέσως.
– Τον γνωρίζετε; άκουσε τη φωνή του ανακριτή.
«Όχι, δεν με γνωρίζεις! Δεν μ έχεις ξαναδεί ποτέ σου!»
– Τον γνωρίζετε; ξαναρώτησε ο ανακριτής.
Γύρισε και κοίταξε προς το κρεβάτι η Ισμήνη. Μια άγρια κραυγή της βγήκε από το στήθος. Όχι! Αυτό όχι! Δεν το χε φανταστεί!
Δεν ήταν στο πρόγραμμα!
– Τον γνωρίζετε;
– Μα τι να γνωρίσει!, θύμωσε ο ιατροδικαστής! Τι να γνωρίσει, ξανάπε πιο μαλακά, σα να θελε να δικαιολογηθεί!
Από εκείνη την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει στο σπίτι του ποιητή, τον είχε ξανασυναντήσει άλλες δυο φορές.
– Τον γνωρίζετε;
«Όχι, δεν με ξέρεις! Αν σε καταλάβουν θα χαθούνε οι άλλοι!»
Της είχε τηλεφωνήσει μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση. Μόνο όταν πήρε αυτό το τηλεφώνημα, η Ισμήνη κατάλαβε πως το περίμενε.
«Έχουμε και διαφορά ηλικίας, της είχε πει και διαφορά κοινωνική! Εσύ είσαι ένα σκυλοψαράκι».
«Περίμενα το τηλεφώνημά σου!» είχε ομολογήσει εκείνη τις διαθέσεις της.
– Τον γνωρίζετε;
«Θα μπορούσαμε ν αγαπηθούμε» της είχε πει, όταν συναντηθήκανε μετά στο πάρκο με το Φάνη. «Έρχονται όμως σκληρές μέρες και δεν έχω το δικαίωμα, καταλαβαίνεις;»
– Μα τι να τον γνωρίσει! αγανάχτησε τώρα φανερά ο ιατροδικαστής! Έτσι που είναι ούτε η μητέρα του δεν θα τον αναγνώριζε!
– Ναι… τα σκυλιά… μουρμούρισε ο ανακριτής.
Τα σκυλιά! Που μυρίστηκαν το θήραμα και είχαν μπει από το σπασμένο επίτηδες παράθυρο της κουζίνας.
«Και για να μη βρεις και κανένα μπελά!» της είχε πει, «από τους δικούς μας που θα μάθουν ότι βρέθηκα πεθαμένος στο σπίτι σου, θα τηλεφωνήσεις στο σπίτι εκείνο της Αχαρνών, άμα κοπάσουν τα πράγματα, και θα τους πεις: Ο Φάνης μου πε να σας πω καλημέρα. Μην το ξεχάσεις: Ο Φάνης μου πε να σας πω καλημέρα! Είναι το σύνθημα πως πας από μένα…»
– Τον γνωρίζετε;
Της ήρθε να λιποθυμήσει. Να κάνει εμετό. Να ουρλιάξει.
Ένα πρόσωπο κατασπαραγμένο. Τα σκυλιά…
– Σκεπάστε τον! διέταξε ο εισαγγελέας που την είδε άσπρη-κάτασπρη.
Πώς να πει «δεν τον ξέρω;» Πώς να πει «δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ μου!;» Όχι, ποτέ δεν θα τον αγνοούσε, σ αυτή μάλιστα την κατάσταση. Θα ήταν σαν προδοσία. Μα προδοσία θα ναι και να τον αναγνωρίσει. Να πει «ναι, τον ξέρω».
Ο Φάνης ήταν ανένδοτος σ αυτό. Κινδύνευαν, λέει, άλλοι άνθρωποι.
– Τι άνθρωπος είναι αυτός! μουρμούρισε ο εισαγγελέας…
– Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, συνέχισε τη σκέψη του εισαγγελέα ο ανακριτής. Τι άνθρωπος πρέπει να είναι αυτός που μπαίνει σε ξένο σπίτι για να…
Η Ισμήνη τον κοίταξε με τέτοια αηδία που αναγκάστηκε να σταματήσει στη μέση της φράσης.
– Τι άνθρωπος… μουρμούρισε σε λίγο η Ισμήνη.
– Ορίστε; άρπαξε την ευκαιρία ο ανακριτής. Ήταν φανερό πως την υποπτευότανε.
– Άνθρωπος… ξανά πε η Ισμήνη με πείσμα.
«Ένας άνθρωπος – συνέχισε μέσα της – που σε τέτοιες στιγμές, στις τελευταίες της ζωής του σκεφτότανε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του.»
Τ αποφάσισε. Το πρωί θα τηλεφωνούσε και θα παιρνε επαφή με τους συντρόφους του Φάνη.
«Καλημέρα σας. Λέγομαι Ισμήνη Παπά. Ο Φάνης μου πε να σας πω ΚΑΛΗΜΕΡΑ!»
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 31, σελ. 64).
Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής