Θα ήθελα να άνοιγε αυτή η πόρτα…
Έστω για μία φορά μόνο…
Να μυρίσω ξανά…
Να δω τη μπαλάντζα με τα βαρίδια…
Τα πανάρια πάνω στον πάγκο με τους χρεοστίδες…
Να ανοίξει ο μπάρμπας ο Γιώρς το βαρέλι με τις ελιές τις Καλαμών και με τη σέσουλα να γεμίσει το σακούλι… Να μου βάλει ένα κιλό κεριά για τα πεθαμένα της Βαγγελούδας μου, να μου κόψει τρία μέτρα τσαντίλα και 4 μικρά ντενεκούδια για τυρί… δύο μπουκαλάκια πιτιά, μια ρέγγα… να μου κάνει το λογαριασμό με το χέρι πίσω από το ψηφοδέλτιο και στο τέλος να με κεράσει ένα τσάρλεστον τριαντάφυλλο και δύο ελιές σοκολατένιες από αυτές που έβαζαν στα μνημόσυνα… Πάντα με κερνούσε γιατί ήμουνα το μικρό Τσιλιπακούδι τ’.
Ήθελα να ήμουνα μικρή… να με στέλνει κάθε μέρα η Βαγγελούδα μου να ψωνίζω στο μπάρμπα το Γιώρ που με το ένα του ποδαράκι και τις πατερίτσες του, ανεβοκατέβαινε ακούραστος την ανηφορίτσα…
Τα μικρά μου μάτια έπεφταν πάντα στο κομμένο του ποδαράκι… στις παραμάνες που κρατούσαν το μπατζάκι του διπλωμένο… στα μάτια του που ήταν γεμάτα καλοσύνη και φιλότιμο… κι αν μου έλεγε να κατέβω στο κατώι να πάρω μοναχή μου τα ντενεκούδια, με έπιανε τρόμος…
Πήγαινα όμως, για να μην τον κουράσω παραπάνω… σαν έφτανα εκεί, με έπαιρναν οι μυρωδιές από το μαγεριώ της κυράς του… πάντα κάτι τηγάνιζε η κυρά Βαγγελιώ…
Στη γειτονιά ήταν και οι τρεις οι συννυφάδες… η Ράφτινα, του ράφτη η γυναίκα… η Καφετζίδινα, του καφετζή η γυναίκα… και η Κουρέηνα, του κουρέα η γυναίκα… όλες ξαδέρφες της γιαγιάς μου…
Όταν περνάω για να κατέβω από τον Πύργο, σταματάω, κοιτάζω, θυμάμαι…
Είναι ωραία να θυμάσαι…
Έφτασα στα 40.
Ευτυχώς έχω να θυμάμαι.-
Λιλίκα
Τόσο το κείμενο όσο και η φωτογραφία που το συνοδεύει, είναι της φίλης μας της Λιλίκας και δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά της.