Με τα σημερινά κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα δε δικαιολογείται η φράση «Αν θέλεις ειρήνη, ετοίμασε πόλεμο». Σήμερα που οι οικονομικές εξελίξεις στον πλανήτη μας έχουν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, σχεδόν όλα τα κράτη της γης προβάλλονται ως θιασώτες του συνθήματος «si vis pacem para bellum», κάτω βέβαια υπό την επίνευση και επήρεια «ξένων προστατών» και μεγάλων οικονομικών υπερδυνάμεων. Και όταν λέμε ότι τα κράτη προωθούν το κήρυγμα αυτό εννοούμε βέβαια τους ηγεμόνες των κρατών αυτών, τους φορείς των σπουδαιότερων δημοσίων αρμοδιοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να έχουν αναδειχτεί μέσα από τη βούληση του πλήθους, μέσα από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού τους. Κατά φυσική συνέπεια στις περιπτώσεις αυτές, ενέργειές τους που προωθούν τον πόλεμο με το πρόσχημα ότι μόνο κατά αυτόν τον τρόπο προασπίζουν την ειρήνη δεν είναι αποδεκτές και ούτε αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις του λαού τους. Γιατί ο λαός είναι αυτός που δεινοπαθεί και βασανίζεται από έναν ολέθριο πολεμικό σπαραγμό κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας σύρραξης και μόνον αυτός είναι σε θέση να κρίνει αν η προπαρασκευή για πόλεμο διατηρεί και προφυλάσσει την ειρήνη. Και εκτός αυτού οι λαοί είναι πάλι εκείνοι που ζουν έντονα και ζωντανά περισσότερο από κάθε άλλον την αμείλικτη ψυχολογική, συναισθηματική και οικονομική σύσφιξη που απορρέει ασταμάτητα απ’ την σημερινή πυρετώδη παρασκευή των εξοπλισμών η οποία κυοφορεί σταθερά και αναπόφευκτα μια στρατιωτική σύγκρουση παγκοσμίων διαστάσεων, μια σύρραξη που δε θα περιορίζεται απλώς και μόνο στα εδάφη ορισμένων κρατών, αλλά θα ρυμουλκεί και θα παρασύρει μαζί της ολόκληρη της ανθρωπότητα.
Αποτελεί κοινή παραδοχή, έστω και επιφανειακή σ’ ορισμένες μελανές πράγματι περιστάσεις, ότι η ειρήνη ενσαρκώνει την πνευματική και υλική ευημερία, ότι ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο ενός λαού και γενικά προωθεί και συντελεί στην άνθηση κάθε σφαίρας στην οποία απλώνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα. Πράγματι, σ’ όλες τις εποχές οι καρποί της ειρήνης στάθηκαν εύγευστοι, ενώ αντίθετα οι συνέπειες του πολέμου υπήρξαν οδυνηρές και ζοφερές. Όμως προσπαθώντας πολλοί να ανατρέψουν αυτή την παραδοχή διατυπώνουν την άποψη ότι: με την αδιάκοπη επικράτηση της ειρήνης η ιστορική πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη χάνει την δυναμικότητά της. Παύει να είναι μια ρέουσα κατάσταση πραγμάτων που την τροφοδοτεί και την αναζωογονεί η ανανέωση και καταντά στάσιμη και τελματώδης. Ο πόλεμος λοιπόν σε μια τέτοια σάπια και άγονη στιγμή έρχεται να αναδέψει και να ταράξει τα πνεύματα, να προωθήσει και να πραγματώσει κάποιες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις, να μετατοπίσει διάφορα συμφέροντα και τελικά να καταστήσει την ανθρώπινη πορεία ανοδική και περισσότερο δημιουργική. Οπωσδήποτε, ο θεωρητικός αυτός διαλογισμός έχει ζωντανέψει πολλές φορές μέσα στην ιστορία, κι αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε αν προσπαθήσουμε να αναπλάσουμε το παρελθόν. Όμως στην εποχή μας που διακρίνεται για την αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη, που απόγειό της αποτελεί η διάσπαση του ατόμου και η απελευθέρωση της τεράστιας ατομικής και πυρηνικής ενέργειας, η ανακάλυψη της ραδιενέργειας και η κατάκτηση του διαστήματος, διαμορφώνονται τελείως διαφορετικά δεδομένα από εκείνα που υπήρχαν στις παρελθούσες εποχές. Γιατί σήμερα μια παγκόσμια πολεμική σύρραξη δεν θα σήμαινε απλώς την τελειωτική καταστροφή των υλικών επιτευγμάτων του σύγχρονου ανθρώπου, μα και τον ίδιο τον αφανισμό του και κάθε άλλου ζωντανού οργανισμού, θα σήμαινε την εξάλειψη κάθε στοιχειώδους μορφής ζωής πάνω στη γη, αφού τα σημερινά πολεμικά μέσα υπερβαίνουν σε βαθμό καταστροφής κάθε προηγούμενο. Έτσι αφού συντελεστεί μια τέτοια ανελέητη απώλεια των πάντων και φυσικά και της χλωρίδας και της πανίδας του πλανήτη μας, πώς είναι δυνατόν εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι να προφέρουμε με απάθεια και συγκατάβαση το σύνθημα «αν θέλεις ειρήνη, ετοίμασε πόλεμο», που διατυπώθηκε για να εξυπηρετήσει μεγάλα συμφέροντα, για να οξύνει τους οικονομικούς ανταγωνισμούς, για να καταρρακώνει συνειδήσεις και για να καθιστά την ανθρώπινη ζωή, έναν δρόμο γεμάτο από έντονο ρυθμό, από άγχος, από υλική και ψυχική αναταραχή και από εναγώνια προσδοκία;
Αναμφισβήτητα είναι πολύ σκληρό για τον οποιοδήποτε απλό άνθρωπο να συγκατανεύσει σε μια τέτοια αρνητική παραδοχή. Έστω και αν ο πόλεμος διεξαγόταν σε επίπεδο συνηθισμένων πολεμικών μέσων δεν θα είχε την απάνθρωπη δύναμη να θυσιάσει πλήθος ανθρώπινες ζωές που θα ήταν δυνατό να αναμορφώσουν με την πνευματική και υλική τους εργασία, με το στοχασμό τους και με την αποφασιστικότητά τους την ανθρώπινη κοινωνία, στον βωμό μιας βίαιης και «επιβεβλημένης» δήθεν από τους ισχυρούς της γης, εξέλιξης; Γιατί ο άνθρωπος ζώντας μέχρι σήμερα πάμπολλες δραματικές διακυμάνσεις ανάμεσα σε περιόδους ειρήνης και σε περιόδους πολέμου, έμαθε πια να διακρίνει το ένα από το άλλο. Απόκτησε πια αισθητήριο και απαλλαγμένος απ’ την παλιά αμβλυμμένη και πολλές φορές προκατειλημμένη θεώρηση κοινωνικών και οικονομικών συγκυριών, μπορεί ν αντικρίσει κατάματα τους εξοπλισμούς και συνειδητοποιώντας το πόσο υπονομεύουν και υποσκάπτουν την παγκόσμια ειρήνη και το πόσο εξυπηρετούν απάνθρωπες οικονομικές διαμάχες των πρωτοστατών τους, διατρανώνει τη φωνή του, μια βροντερή κραυγή που μέσα της αντηχούν οι φωνές όλων των λαών της γης, ενάντια στους εξοπλισμούς, απαιτώντας την οριστική κατάπαυσή τους και διακηρύσσοντας έτσι το πανανθρώπινο αίτημα της πολυπόθητης ειρήνης. Οπωσδήποτε αυτή η πρωτοβουλία από μέρους των λαών αποκαλύπτει το θάρρος που τους διακατέχει και το γεγονός ότι η ανωριμότητα για αυτούς όσον αφορά το καίριο και καυτό θέμα των εξοπλισμών, έχει πια εξαλειφθεί. Γιατί έχουν πια συνειδητοποιήσει ότι το θέμα της ειρήνης που τόσο καπηλεύεται στις μέρες μας, πρέπει και μπορεί μόνο να διευθετηθεί σωστά μόνο με το δικό τους αγώνα, μόνο με τη δικιά τους ανάληψη ευθυνών γιατί είναι θέμα τεράστιο που καθορίζει την παραπέρα έκβαση της ζωής τους.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Φιλόλογος-Ιστορικός
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων