3. Ελληνική οικονομία
3.1 Οικονομική ύφεση και δημόσιο χρέος
Επί δύο και πλέον δεκαετίες πριν το 2010 η Ελλάδα είχε μεγάλες εισροές κεφαλαίων από κοινοτικές δωρεές και δάνεια. Κατά υψηλό ποσοστό οι εισροές διοχετεύονταν στην κατανάλωση, εθίζοντας μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού σε πρότυπα διαβίωσης ασύμμετρα με τις πραγματοποιούμενες παραγωγικές επιδόσεις. Ενώ η χώρα κατείχε την 90ή θέση στην παγκόσμια παραγωγή, κατατάσσονταν στις ευημερούσες κοινωνίες με την 30ή θέση στην κατανάλωση που περιλάμβανε και επενδύσεις σε ειδικές κατηγορίες κοινωνικής υποδομής, όπως οι ιδιωτικές κατοικίες και ο εφοδιασμός με ιδιωτικά μεταφορικά μέσα και σύγχρονες ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές.
Λίγο προτού ξεσπάσει η κρίση, το κατά κεφαλήν εισόδημα (22.000 ευρώ) ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Άνω του 80% των νοικοκυριών κατοικούσαν σε ιδιόκτητο σπίτι με 40% τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, και το 20% των Ελλήνων είχε περισσότερες από μία κατοικία. Περίπου 350.000 σπουδαστές παρακολουθούσαν κανονικά μαθήματα σε σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δίχως την καταβολή διδάκτρων, λειτουργούσαν 340 περίπου τμήματα μεταπτυχιακών σπουδών και κυκλοφορούσαν περί τα 5,5 εκ. αυτοκίνητα. Επίσης, ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) είχε λιγότερα χρέη προς τις τράπεζες από όλους τους ευρωπαίους (κάτω του 100% του ΑΕΠ, έναντι άνω του 150% των Βρετανών, Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων)8.
8 Από έρευνα των Δ. Βαγιάνη και Μ. Χαλιάτσου προκύπτει ότι το 2004 τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών στις μεγαλύτερες ηλικίες ήταν σε επίπεδο ανώτερο εκείνου των ΗΠΑ , διπλάσιο εκείνου των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, πενταπλάσιο της Γερμανίας και κοντά σε αυτό της Γαλλίας (Καθημερινή 25/5/2011)
Οι κοινοτικές όμως δωρεές περιορίζονται και, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα δάνεια έχουν δημιουργήσει ένα χρέος 350 δις ευρώ, περίπου 130% του ΑΕΠ, απορροφώντας 50 έως 60 δις ευρώ το χρόνο για τοκοχρεολύσια. Εκτός λοιπόν από τη μείωση του ΑΕΠ κατά 10% που επίσης αναφέρθηκε, η οικονομία πλήττεται και από ένα υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα (περίπου 9% του ΑΕΠ), παρά τη σημαντική περικοπή του από το Μάιο του 2010. Το ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ αυξάνεται τόσο εξαιτίας του ελλείμματος, όσο και λόγω της μείωσης του ΑΕΠ από τη συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση. Το ποσοστό προβλέπεται να ξεπεράσει το 170% το 2011 και, εάν δεν περιοριστεί δραστικά το έλλειμμα, να φθάσει σε εφιαλτικά μεγέθη τα επόμενα χρόνια (ΔΝΤ ό.π.). Εάν βέβαια μετατραπεί ο αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης σε θετικό, που οι αισιόδοξες προβλέψεις τον τοποθετούν χρονικά στο 2012, το χρέος θα μειώνεται αναλογικά με το ΑΕΠ, ακόμη και με σταθερή την ονομαστική του αξία.
Ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσιάζει συνολικό έλλειμμα 20 δις ευρώ, περιλαμβανομένων και των τόκων των δανείων που απορροφούν το 5,5% περίπου του μειωμένου πλέον ΑΕΠ (περίπου 15 δις ευρώ, 350 δις χρέους με μέσο επιτόκιο 4%-5% το χρόνο). Υπάρχει δηλαδή πρωτογενές έλλειμμα που σημαίνει ότι ακόμη και αν εξαλείφονταν με κάποιο τρόπο, το χρέος θα άρχιζε πάλι να συσσωρεύεται.
Για να αρχίσει η αποπληρωμή του, χρειάζεται πρώτα να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα να αυξάνεται το ΑΕΠ ταχύτερα από το μέσο επιτόκιο δανεισμού για να πραγματοποιηθεί ισοσκελισμένος κρατικός προϋπολογισμός και στη συνέχεια πλεονασματικός. Με τις προϋποθέσεις αυτές θα απαιτηθούν δύο και πλέον δεκαετίες για να μειωθεί το χρέος κάτω από τα ανώτατα όρια του
Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (60% του ΑΕΠ). Σε αυτά τα δεδομένα βασίζεται και ο ισχυρισμός ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Επιπλέον, οι οικονομικές συγκυρίες ταχύρρυθμης ανάπτυξης για μακρό χρόνο σπανίζουν στην οικονομική ιστορία. Πραγματοποιήθηκαν βέβαια από πολλές οικονομίες την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, υπό ειδικές όμως συνθήκες (δυνατότητα διατήρησης χαμηλών επιπέδων διαβίωσης για την επανόρθωση των πολεμικών καταστροφών, γενναιόδωρη βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ που δεν υπέστησαν καταστροφές στο έδαφός τους, εφαρμογή πολλών νέων τεχνολογιών που δεν είχαν εφαρμοστεί για δέκα και πλέον χρόνια στην ειρηνική παραγωγή λόγω της μεγάλης ύφεσης τη δεκαετία 1930 και των πολεμικών επιχειρήσεων μέχρι το 1945, εμπλουτισμός του ανθρωπίνου κεφαλαίου σε πολλές χώρες λόγω της στρατιωτικής εκπαίδευσης).