2. Επιτεύγματα και αποτυχίες στην ευρωπαϊκή ενοποίηση
2.1 Ανταγωνιστική Ευρώπη και έμφαση στη γνώση
Η Συνθήκη της Λισαβόνας (2000) προέβλεπε τη δημιουργία σε δέκα χρόνια μιας πιο ανταγωνιστικής Ευρώπης βασισμένης στη γνώση, την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική συνοχή. Παρά όμως τα σοβαρά επιτεύγματα της δεκαετίας 2000-20096, η ΕΕ είχε το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από όλες σχεδόν τις χώρες και Ηπείρους, προκαλώντας μεγάλη ανεργία και περιορισμένη αύξηση της γενικής ευημερίας. Όταν έθεταν υψηλούς στόχους, οι κοινοτικοί αξιωματούχοι εξέφραζαν οράματα και επινοούσαν σχεδιασμούς που δεν είχαν μελετηθεί συστηματικά. Υποτιμούσαν επίσης τις δυσχέρειες του προτεινόμενου εγχειρήματος, δίχως την εφαρμογή και εδραίωση μιας κοινής νομισματικής πολιτικής, όπως π.χ. ενός κοινού υπουργείου οικονομικών που έχει προταθεί και από την ΕΚΤ.
2.2 Δημοσιονομικές προκλήσεις στην Ευρωζώνη
Για δέκα σχεδόν χρόνια το νέο νόμισμα της Ευρωζώνης λειτούργησε ικανοποιητικά, ενισχύοντας την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά με τη συγκράτηση του πληθωρισμού και την αποτροπή ανταγωνιστικών υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων στα κράτη-μέλη. Με τη χρησιμοποίηση δε του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος και μέσου φύλαξης περιουσίας (το δεύτερο σε σημασία μετά το δολάριο ΗΠΑ), προκύπτουν μεγάλα οφέλη από τις μη τοκοφόρες απαιτήσεις που δημιουργούνται ($11-15 δις ετησίως, Γκαργκάνας Ν. 2008)7. Το δημοσιονομικό έλλειμμα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ανέρχεται στο ήμισυ περίπου εκείνου των ΗΠΑ (9,8% του ΑΕΠ), ενώ στην Ελλάδα και τις λοιπές πτωχότερες χώρες το ευρώ πρόσφερε άφθονο δανεισμό με χαμηλά επιτόκια. Αποδείχθηκε όμως πολύ ακριβό για τις εξαγωγές, εξαιτίας της χαμηλής ανταγωνιστικότητάς τους και της αναποτελεσματικής μετά την ένταξη στην ΟΝΕ προσπάθειας για οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί η οικονομική ανισότητα μεταξύ ευρωπαϊκής περιφέρειας και πλουσίων χωρών.
7 Γκαργκάνας Ν. (2008) «Προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική σε ένα αλληλοεξαρτώμενο κόσμο: Σκέψεις σχετικά με τη νομισματική και χρηματοπιστωτικήενοποίηση» Τράπεζα της Ελλάδος, Ευρωσύστημα, Αθήνα
Μετά από σημαντική μείωση του ΑΕΠ το 2009-2010, οι πλούσιες χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν ανάκαμψη 1,5%-4% το 2011 (έναντι 1,6% για το σύνολο της Ένωσης), περιορισμένα δημοσιονομικά ελλείμματα και σχετικά χαμηλό πληθωρισμό (2,7%). Πλήττονται όμως ακόμη από υψηλή ανεργία που κυμαίνεται από 4% του εργατικού δυναμικού στην Ολλανδία, μέχρι 6.2% στη Γερμανία (3 εκ. άνεργοι περίπου, με πολλές όμως κενές θέσεις εργασίας, όπως και οι ΗΠΑ, κυρίως για μηχανικούς). Στην Ευρωζώνη το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,5% το α. τρίμηνο του 2011 και η ανεργία ανέρχεται στο 9,9%, εξαιτίας κυρίως των υψηλών ποσοστών στην Ισπανία και την Ελλάδα.
Αντίθετα, από τα τέλη του 2009 οι χώρες της «περιφέρειας» Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα που παράγουν το 5% περίπου του ευρωπαϊκού ΑΕΠ πλήττονται από έντονη πιστωτική κρίση, με δημοσιονομικό έλλειμμα διπλάσιο περίπου εκείνου των πλουσιοτέρων. Ενώ όμως το ΑΕΠ στην Ιρλανδία και Πορτογαλία παρουσιάζει μια ελαφρά αυξητική τάση, στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 2% το 2009 και 4% το 2010. Για το 2011 προβλέπεται περαιτέρω μείωση κατά 3,9%, συνολικά 10% σε 30 περίπου μήνες (Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών, 1/7/2011).
Αλλά και η Πορτογαλία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις με την υποβάθμισή της από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης (5/7/2011) στην κατώτατη κατηγορία πιστοληπτικής ικανότητας, ενώ η Ισπανία δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την μεγάλη κρίση στα στεγαστικά της δάνεια. Η Ιταλία, τέλος, παρουσιάζει δημόσιο χρέος 1,8 τρις ευρώ περίπου, 120,6% του ΑΕΠ, το δεύτερο μεγαλύτερο μετά το ελληνικό. Ακόμη και για τη Γερμανία με ΑΕΠ 2,5 τρις ευρώ που διατηρεί 120 δις ευρώ του Ιταλικού χρέους σε τράπεζες και άλλους οργανισμούς, θα είναι δύσκολο να της παράσχει ουσιαστική βοήθεια εάν τη χρειαστεί (ΔΝΤ Έκθεση 13/7/2011).
Εντείνονται λοιπόν οι ανησυχίες για ενδεχόμενη ανάγκη πρόσθετων δανείων διάσωσης και για συστημική κρίση στην Ευρωζώνη. Ελλοχεύει δε πάλι ο κίνδυνος χρεοκοπίας μεγάλων τραπεζών λόγω της μεγάλης έκθεσής τους σε ομόλογα της περιφέρειας στην Ευρωζώνη (23/6/2011). Το Ελληνικό χρέος των 350 δις ευρώ ης Ελλάδας ανέρχεται στο 2% του συνολικού της Ευρωζώνης και εκείνα της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας κινούνται σε εξίσου χαμηλά επίπεδα. Το χρέος όμως της Ισπανίας είναι μεγαλύτερο του συνόλου εκείνου των τριών άλλων χωρών και εκείνο της Ιταλίας ανέρχεται στο 26% περίπου. Οι πέντε δηλαδή αυτές χώρες ευθύνονται για το 40% περίπου του συνολικού χρέους της Ευρωζώνης, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα.
Η ανισότητα στις οικονομικές επιδόσεις μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης προκαλείται κυρίως από τις διαφορές στην ανταγωνιστικότητα. Οι οικονομικές όμως προκλήσεις που οξύνθηκαν με την ύφεση το 2008-2009 έθεσαν σε δοκιμασία τις αντοχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αποκαλύπτοντας την αδυναμία των συνεκτικών μηχανισμών της Ένωσης. Όλες οι κοινοτικές χώρες κινούνται τώρα προς μια αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά η έντονη κρίση δανεισμού στις χώρες της περιφέρειας προβάλλει ως ένα νέο πρόβλημα με ιδιαίτερη οξύτητα. Στη δύσκολη αυτή συγκυρία οι ηγεσίες των χωρών-μελών της ΕΕ συχνά διαφωνούν, δείχνουν αμφιθυμία και ταλαντεύονται στις αποφάσεις τους. Αν και από το Μάρτιο του 2011 είχε αποφασιστεί η χορήγηση νέου δανείου στην Ελλάδα, το Eurogroup (Συμβούλιο Υπουργών των Οικονομικών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης) απέτυχε να συμφωνήσει στις διαβουλεύσεις της 11-12/7/2011, προκαλώντας έντονες ανησυχίες για τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη και διεθνώς.
Προκύπτει ότι για τη στήριξη του ενιαίου νομίσματος απαιτείται κάποιας μορφής Πολιτική Ένωση, με εξουσίες να επιβάλλει αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη-μέλη, στα πλαίσια μιας γενναιόδωρης αναδιανεμητικής πολιτική. Κρίνοντας από το χρόνο και το μέγεθος μεταβίβασης πόρων για την ομαλή οικονομική και πολιτική συμπόρευση των δύο Γερμανιών μετά την θεσμική τους ένωσή το 1990, συμπεραίνεται ότι θα απαιτηθούν μακροχρόνιες και συστηματικές προσπάθειες για το επίτευγμα αυτό. Οι δυσχέρειες αυξάνονται στις σημερινές συνθήκες διεθνούς οικονομικής ύφεσης και δημοσιονομικής κρίσης, και τις έντονες προκλήσεις από την άνοδο των ευρωροσκεπτικιστών στην ΕΕ.
Τα μεγάλα δε ρεύματα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης το πρώτο εξάμηνο του 2011 από τις αναταραχές στον αραβικό κόσμο, υποσκάπτουν τα θεμέλια της Συνθήκης Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών στον κοινοτικό χώρο, μιας από τις πιο εντυπωσιακές κατακτήσεις της ΕΕ. Ήδη από τις αρχές Ιουλίου 2011, η Δανία επανέφερε τους συνοριακούς ελέγχους.