Στο βραβευμένο βιβλίο «Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin» (εκδ. Vintage) γίνεται λόγος για την κληρονομιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αξία της Ιστορίας, τους κινδύνους για την ενωμένη Ευρώπη, την τραγική εμπειρία της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν. Γνωρίζει πλέον η κοινή γνώμη με ακρίβεια ορισμένες από τις λεπτομέρειες των χιτλερικών και των σταλινικών εγκλημάτων. Ο κόσμος νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα για το «Ολοκαύτωμα». Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζει μόνο ένα μέρος του, γιατί η πραγματικότητα ήταν πολύ χειρότερη. Υπάρχουν εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Ναζί τα οποία σχεδόν κανείς δεν έχει ακουστά: δολοφόνησαν τρία εκατομμύρια αιχμαλώτους πολέμου. Ο κόσμος νομίζει ότι γνωρίζει πλέον τα πάντα για τη σοβιετική σταλινική τρομοκρατία. Γνωρίζει μόνο ένα μικρό μέρος της, όσο ήταν ορατό προτού αποκτήσουμε πρόσβαση στα σοβιετικά αρχεία μετά το 1989. Λίγοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι η εθνικότητα υπήρξε μείζον κίνητρο των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Πρόκειται για στοιχεία που ήρθαν στο φως προσφάτως και η διάχυσή τους στο ευρύ κοινό παίρνει χρόνο.
Οι ιστορικοί έχουν ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου όμως πρόκειται για ανθρώπους που χάθηκαν των οποίων η μνήμη στο σήμερα είναι δυσχερής: δεν ανήκουν σε κανένα έθνος, δεν τους μνημονεύει κανένα έθνος. Πρόκειται κυρίως για σοβιετικούς στρατιώτες και επί Σοβιετικής Ένωσης οι αιχμάλωτοι πολέμου που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς θεωρούνταν προδότες. Το σημείο αυτό μας υπενθυμίζει ότι μεταφράζουμε τα τότε γεγονότα με βάση τη δική μας πολιτική και εθνική λογική, πράγμα που μας αποτρέπει από το να διακρίνουμε πολλά: για παράδειγμα, χωρίς τη γνώση του εν λόγω εγκλήματος πολέμου δεν είναι κατανοητό και το Ολοκαύτωμα- δεν μπορεί να αποσπάσει κανείς ούτε το ένα ούτε το άλλο από το σύνολο των εγκλημάτων πολέμου. Επομένως, πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε μας παρεμποδίζουν από το να κατανοήσουμε άλλα πράγματα που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε.
Η κληρονομιά των δεκαετιών του ’30 και του ’40 για αυτές τις «αιματηρές χώρες» της Ανατολικής Ευρώπης αναφέρεται στις μαζικές δολοφονίες που επιδρούν αρνητικά στην εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας, η οποία αποτελεί θεμέλιο του πολιτικού συστήματος του σύγχρονου κράτους δικαίου- ενδεχομένως τα ελλείμματα εμπιστοσύνης στη σύγχρονη Ρωσία ή Ουκρανία να οφείλονται σε έναν βαθμό σε αυτό. Μία δεύτερη συνέπεια είναι η εξόντωση των πεπαιδευμένων στρωμάτων, κάτι που σημαίνει ότι οι σημερινές ελίτ στις χώρες της περιοχής είναι νέες ελίτ. Οι Ναζί εξόντωσαν σκόπιμα και τις πολιτικές ελίτ των συγκεκριμένων κρατών με στόχο ακριβώς να μην είναι δυνατή η αυτόνομη μελλοντική ανασυγκρότησή τους. Και αυτό είναι ένα τραύμα από το οποίο δύσκολα αναρρώνει μια κοινωνία. Μια τρίτη παρατήρηση είναι ότι οι εν λόγω περιοχές διαχειρίζονται την κληρονομιά όχι μόνο της ναζιστικής αλλά και της σοβιετικής διακυβέρνησης, χωρίς δυνατότητα επιλογής. Για πολλούς από τους κατοίκους τους ο ένας παππούς σκοτώθηκε από τους Ναζί και ο άλλος από τους Σοβιετικούς. Και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν γίνεται επιλογή μνήμης. Θα θέλαμε ίσως να είχε υπάρξει μόνο μία κατοχή, ο κακός να ήταν μόνο η Δεξιά ή μόνο η Αριστερά. Στην Ανατολική Ευρώπη όμως η μνήμη έχει χαρακτήρα πυκνό, διαφιλονικούμενο, πολιτικό- με έναν τρόπο που δύσκολα γίνεται κατανοητός στον υπόλοιπο κόσμο.
Βέβαια, μπορούμε να διαμορφώσουμε στην Ευρώπη μια Ιστορία για τις νεότερες γενιές, η οποία, χωρίς να υποτιμά το παρελθόν, θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του 21ου αιώνα. Οι Ευρωπαίοι οφείλουν να διευρύνουν το αντικείμενο της διδασκόμενης Ιστορίας. Η διδασκαλία της εθνικής Ιστορίας και μόνο σημαίνει ότι δεν κατανοούμε ο ένας τον άλλο. Κάποια από τα πιο οδυνηρά εθνικά ζητήματα όμως μπορεί να γίνουν κατανοητά μόνο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Για παράδειγμα, όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προφανώς σχετίζονται με τη Γερμανία, επομένως δεν μπορεί να τα κατανοήσει κανείς αν δεν τα εντάξει σε αυτή τη διεθνή προοπτική. Για να αφηγηθείς την εθνική σου Ιστορία χρειάζεσαι μια πανευρωπαϊκή κλίμακα: δεν μπορείς να την κατανοήσεις αν δεν τη δεις υπό την προοπτική των άλλων.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της πολιτικής μεροληψίας, τα δημόσια σχολεία ανά την Ευρώπη θα μπορούσαν να έχουν ένα μάθημα Ευρωπαϊκής Ιστορίας με κοινό βιβλίο. Με αυτήν την απλή κίνηση θα δημιουργούνταν μια κοινή «γλώσσα» για το μέλλον- είτε οι μαθητές προορίζονται να συγκροτήσουν τη γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε να παραμείνουν απλοί τουρίστες. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, είναι αδύνατον να απομονωθεί πλήρως η πολιτική από την Ιστορία. Γι’ αυτό το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ανορθώσει παράλληλα το επίπεδο των εκπαιδευτικών θεσμών.
Αναμφισβήτητα, η Άνγκελα Μέρκελ σήμερα ακολουθεί ως προς την Ευρώπη τα ρεπουμπλικανικά πρότυπα για τις ΗΠΑ. Αποτελεί παράδοξο. Πολλοί αντιλαμβάνονται ότι για να λειτουργήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα οι θεσμοί της χρειάζονται δημοκρατική αναγέννηση. Το πρόβλημα των Γερμανών είναι ότι ο ρόλος τους είναι καίριος για την Ευρώπη ως σύνολο, η πολιτική τους όμως, όπως σε όλον τον κόσμο, λειτουργεί στο επίπεδο του έθνους. Είναι δύσκολο λοιπόν για έναν Γερμανό πολιτικό να πει “ακούστε, Γερμανοί, το πεδίο εξαγωγών σας είναι η Ευρώπη, η ευημερία σας δεν εξαρτάται μόνο από τη σκληρή δουλειά σας αλλά και από την αγοραστική δυνατότητα των Ευρωπαίων, άρα είστε υπεύθυνοι και για αυτήν, όχι μόνο για τον εαυτό σας”. Θα ήταν ευκολότερο να ειπωθεί κάτι τέτοιο δημοσίως, αν υπήρχαν ήδη δημοκρατικοί θεσμοί πανευρωπαϊκού χαρακτήρα. Αλλά πάλι, πόσο εύκολα οι εθνικές πολιτικές μονάδες θα ψήφιζαν να μεταβιβάσουν τη δημοκρατία τους κάπου αλλού; Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα μεγάλο άλμα. Και στις ημέρες μας επικρατεί μάλλον αθυμία απέναντι στην Ενωμένη Ευρώπη. Και μεγάλο μέρος της προέρχεται από το γεγονός ότι πολλοί δεν συνειδητοποιούν πόσα πλεονεκτήματα τους προσφέρει. Και ότι έχει καταφέρει πολλά που ιδιαιτέρως οι νεότερες γενιές εκλαμβάνουν ως δεδομένα. Οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση για να διασφαλιστεί η ειρήνη, η ελεύθερη διέλευση, το κοινό νόμισμα. Οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση για να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, για να διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ ή με την Κίνα επί ίσοις όροις. Αν υποτεθεί ότι η ΕΕ διαλύεται, τι θα τη διαδεχθεί; Αποτελεί διανοητικό πρόβλημα η αντίληψη ότι αν φύγει από τη μέση η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξαναγίνουμε όλοι ευτυχισμένοι-ευτυχισμένοι Έλληνες, ευτυχισμένοι Γάλλοι ή ευτυχισμένοι Τσέχοι. Γιατί μια νηφάλια ματιά στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 δείχνει και την πραγματική εικόνα του πώς θα ήταν η ήπειρος αυτή χωρίς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Από την άλλη μεριά η «έφοδος» των άκρων είναι κάτι που έχει ήδη συμβεί. Η Ουγγαρία είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: έχει πάψει να αποτελεί αμιγή δημοκρατία, είναι πλέον μια “διαχειριζόμενη δημοκρατία”. Από τα δεξιά υπάρχει ήδη πρόβλημα, θεωρητικά θα μπορούσε να υπάρξει και από τα αριστερά. Ίδιο θα ήταν το σενάριο: κυβερνήσεις δημοκρατικά εκλεγμένες που οφείλουν τη νίκη τους σε σημαντικά συμβολικά ζητήματα μετατρέπουν τους θεσμούς έτσι ώστε, αν και παραμένουν εντός της Ευρώπης, δεν θυμίζουν πια ευρωπαϊκές χώρες: να αποτελέσει παράδειγμα απαλλαγής από την αντιπολίτευση και ταυτόχρονης παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μιλώντας τώρα για την Ελλάδα, κάποτε, σε μια εποχή περισσοτέρων βεβαιοτήτων, η πηγή του ενδιαφέροντος μιας συνέντευξης με αλλοδαπό προσκεκλημένο ήταν μονομερής- κατευθυνόταν παγίως από τον ερωτώντα στον ερωτώμενο. Από τον καιρό ωστόσο που η Ελλάδα έπαψε να αποτελεί, για το εξωτερικό, κυκλικού χαρακτήρα έννοια με περίοδο επαναφοράς τις ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές, η αρχή ή το τέλος μιας τέτοιας συζήτησης είθισται να συμπίπτει με την αντιστροφή των όρων: οι Έλληνες δημοσιογράφοι δίνουν τη δική τους συνέντευξη με αντικείμενο την πορεία της χώρας τους.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)