Απόσπασμα από το «Η σκουριασμένη θύρα» του Αντώνη Αργύρη (Εκδόσεις Δωδώνη, 2005)
…
Τώρα που κάνω τα πρώτα βήματα της Ελληνικότητάς μου, γεύομαι τη ζωή με μια άλλη νοστιμιά. Πατάω ανάλαφρα το χθεσινό κέλυφος της ελληνοφάνειάς μου για να μην την πληγώσω, την θέλω κι αυτή να σέρνεται πίσω μου, για να μου δείχνει το μεγάλωμά μου. Ακόμα είμαι μικρό παιδί που δεν απόκτησα την ανδρειοσύνη να σκοτώσω συνειδησιακά συμπλέγματα. Έμαθα μόνο να χαϊδεύω μεγαλεία. Γράφω πάνω στο πέπλο της ελληνοφάνειάς μου όλες τις διαφημισμένες αβεβαιότητες: ψυχολογία, ψυχανάλυση, χριστιανική μεταφυσικότητα, άψυχη προοδευτικότητα, διαδύκτιο, ποιητική δημοσιογραφία… κρύβοντας προσωρινά μια θεϊκή λατρεία, έναν Όλυμπο. Πολλά είδε το μάτι μου, αλλά πριν δει όλα αυτά, είχε δει με άλλο μάτι την παραδοσιακή φορεσιά της μάνας, τα πεντατονικά ηπειρώτικα μοιριολόγια, έχει μάθει να λατρεύει τις Ελληνικές λέξεις σαν μικρές θεότητες. Όλες οι χθεσινές γεύσεις που μου χάρισαν οι αισθήσεις μου και η πολύχρονη μάθηση-παρακολούθηση, μοιάζουν σαν αγγελικήεδςσ τροφή που σήμερα προκαλεί αηδία. Όλα τα πνεύματα που κολλήσανε πάνω στα αισθήματά μου, σήμερα μου προκαλούν εμετό. Τι ευλογία! Να ανατρέφεσαι σαν άγνωστος ευγενής μέσα σε μια αναγνωρισμένη κατάντια.
Σαν ο αδιάβαστος, ο ανιστόρητος, ο παράνομος της ιστορίας που έμαθα να μυρίζω την ιστορικότητά μου με το αίσθημα του ναυαγού που πνίγεται στη θάλασσα της κατάντιας του και πιάνεται από ένα ψεύτικο φεγγάρι για ν’αποκτήσει το ανθρώπινο δικαίωμα να υπάρχει μου μοιάζει ο εαυτός μου και σάμα θέλει να περισώσει τα τελευταία απομεινάρια μιας ράτσας που σβήνει.
Εγώ ο αμύητος, ο στερημένος, που έμαθα να μυρίζω τη μοίρα μου με την αίσθηση του διψασμένου μέσα σε μια έρημο, έμαθα να πιάνομαι απ’τα σύννεφα, απ’τα πνευματικά μου νεφελώματα για να κρύψω τον Ήλιο μου. Μόνο έτσι απόκτησα το «ανθρώπινο δικαίωμα» να υπάρχω. Αυτό το ονόμασα νομιμότητα και τον εαυτό μου γεφυρωτή για να χτίσω μ’αυτό ένα πέρασμα, μια γέφυρα, κάτω απ’την οποία ρέει φουρτουνιασμένα το ποτάμι της μοίρας μου και πάνω της περνάνε ατελείωτες αμύητες σάρκες που μιμούνται μια ομογένεια για να κρύψουν ένα αυτογενές μίσος στο δικαίωμα ενός περάσματος, μιας επιβίωσης. Πόσο θα ήθελα η μοίρα να γκρεμίσει τη γεφύρωσή μου και μαζί μ’αυτή και κάθε ψευτολογία που συντηρεί τα μίση, τις διαφορετικότητες, σκοτώνοντας ομοιότητες. Η οχλοκρατική αντίληψη του δικαιώματος, δυστυχώς, ζητάει και αυτή την επιβίωση. Το ήθελα για λίγο αυτό το «έγκλημα», κι ας ζεματούσε ο Ήλιος της Ερημιάς μου το μίσος πάνω στην Ελληνική Σαχάρα.
…
…
Βλέπω την πορεία μου στο χρόνο μπαινοβγαίνοντας απ’τη θύρα. Ήρθα απ’τον κόσμο του άθεου υλισμού γεμάτος απορίες και ερωτηματικά. Πέρασα τη θύρα της αβεβαιότητάς μου και έκανα μια στάση στον ελληνορθόδοξο κόσμο. Έμαθα να ξεφορτώνω μέρος απ’τα βαριδια του χτες μου, εκείνα τα λιγοστά, τα φτωχά, χωρίς να καταλάβω, όμως, φορτώθηκα άλλα, πιο μεγάλα, πιο πλούσια, πιο δυσνόητα. Τότε αναζήτησα την άλλη θύρα. Την βρήκα μέσα στο σκότος μου, την άνοιξα και θαμπώθηκα. Εκεί ξεφόρτωσα όλα μου τα βαρίδια, τα μικρά και τα μεγάλα. Ελάφρυνα τον εαυτό μου απ’τα βαρίδια του σκεπτικισμού, απ’την αμφισβήτηση, απ’την ταπεινότητα της χθεσινής μου κουταμάρας. Το γήινο πνεύμα έφυγε από πάνω μου και ένα ουράνιο με κατάκτησε ολόκληρο και με ύψωσε εκεί που αναζητούνται ταυτότητες. Όλα τα χτεσινά μου φαίνονται τιποτένια. Τα ιδεολογήματα, τα δόγματα και οι επιστήμες έχασαν τη λαμπρότητά τους. Εκεί ψηλά, στο Ελληνικό βουνό της Γνώσης είδα να πηγάζουν όλες οι αλήθειες και οι αντι-αλήθειες, εκεί η ανησυχία μου συνάντησε την πίστη στον εαυτό της και η ψυχή μου μετατράπηκε σε ένα «κομμάτι» του ουρανού, χορεύοντας κυκλικά, χέρι χέρι με τη μοίρα της.
Βλέπω τους ομοίους μου μέσα στο βόλεμά τους, κάποιους να έχουν ασπαστεί το δόγμα και να το θεωρούν αυτό μεγάλο κατόρθωμα, μια μοντέρνα ομοιότητα, άλλους να έμειναν απροσδιόριστοι, περιπλανούμενοι ανάμεσα στον αθεϊσμό τους, στο δόγμα και τη θέληση για ύψωμα. Άλλοι, αβοήθητοι, έμειναν έτσι όπως ήταν: ανίκανοι να υψώσουν το πνεύμα τους πέρα απ’το «θαύμα» του υλισμού τους, έμειναν καταναλωτές, τους κέρδισε το επάγγελμά τους. Δεν μπορούσαν να μετατρέψουν την ψυχή τους σε οδηγό-εργαλείο-θεό.
Είναι δύσκολο ν’ανοίξει κανείς τέτοιες θύρες να σπάσει κληρονομημένες ισορροπίες και να κουβεντιάσει με τα μέσα του. Είναι σαν να κουβεντιάζεις με το Σωκράτη, με τον προσωκρατικό και με τον μετασωκρατικό Έλληνα. Είναι κι αυτός ένας άθλος, ένα διαρκές ανέβασμα που το πνεύμα σαν από «μηχανής θεού» αρνιέται όλες τις αληθοφάνειες, μέχρι που συναντάει αληθινές αλήθειες. Κάπου εκεί παραδίδει τα «όπλα» της χτεσινής του αντίστασης για ό,τι θεωρούσε «παράλογο».
Βλέπω τους ομοίους μου, βουτηγμένους στο σκότος και λέω στον γνωστό, πια, Εαυτό μου: Τι κρίμα και τι όμορφη περηφάνια που η Ρίζα μου βρίσκεται τόσο ψηλά, στο Ολύμπιο Βουνό των Όντων.
…
Το μέτρο των πάντων. Καθόμουν μια μέρα μπροστά στη θύρα μου με τα μάτια στραμμένα προς τα μέσα και μάντευα τον κληρονομημένο ψωροκοστιανισμό μου, την κατάντια, την μετριότητα και τα χαμένα μεγαλεία ενός γένους… Μπροστά στη θύρα όλα ήταν όμοια. Έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους, όσο η φαινομενικότητα με τον υλισμό, είχαν όλα το μέτρο τους και με αυτό μετρούσαν την ομοιότητά τους. Τίποτα δεν τους ενοχλούσε και αυτό το «τίποτα δεν τους ενοχλούσε» το θεωρούν μαγεία της ζωής!
Μόλις πέρασα τη θύρα το μέτρο άλλαξε και η διαφορετικότητα άπλωνε τη μαγεία της πάνω στα πράγματα. Τα μέτρα, οι μετρητές και τα μετρήματα ήτανε διαφορετικά. Ο ψυχισμός και η πνευματικότητα μιλούσαν τη γλώσσα τους και έπλαθαν το μέτρο της μαγείας τους. Η ζωή μάθαινε να μετράει τον εαυτό της.
Μα τι γίνεται πίσω από αυτή την καταραμένη θύρα, πέρα από αυτό το μυστικό πέρασμα! Γιατί όλα αλλάζουν το μέτρο τους; Οι σκουριασμένες συνειδήσεις, ο μουδιασμένος τρόπος σκέψης, οι μετριότητες τρέμουν μπροστά σε αυτό το νέο μέτρο που έμαθε να μετράει τον εαυτό του. Όλα τα Όντα αλλάζουν ταυτότητα, πετάνε πέρα τη σκουριά του χρόνου, τη μούχλα του σκότους και βαπτίζουν τον εαυτό τους με άρωμα αλήθειας. Η ζωή αρχίζει να μοσκοβολάει σαν τον «παλιό, καλό καιρό» εκείνο τον πολύ παλιό… Μοιάζει σαν η ίδια η ζωή να μετράει τα καμώματά της πάνω στην Γη, τις κατάντιες, τις μετριότητες και τα χαμένα μεγαλεία της. Σαν τη στρούγκα του τσομπάνου μοιάζει αυτό το πέρασμα, όπου τα γαλάρια περνάνε να αρμεχτούνε και τα στείρα μένουν έξω να χαίρονται την στειρότητά τους. Έτσι μοιάζει αυτό το αινιγματικό πέρασμα προς την Ελληνικότητά μου.
Ε, ρε μυστικά περάσματα της Μοίρας μου! Ε, ρε αιώνια καθήκοντα! Τι θέλετε και με τυραχνάτε τόσο πολύ; Ένα απλό μάντεμα έριξα προς τα πίσω και πίσω είδα μπρος. Παιδί μεγαλωμένο μέσα στον υλισμό που το έμαθαν να μισεί κάθε πνευματικότητα ήμουνα μέχρι που αυτοδιδάχτηκα ν’ανοίγω τη θύρα μου. Είχα μάθει να μετράω τα όντα με το μέτρο που μου έδωσαν οι «εκλεκτοί». Ποτέ δεν είχα δικό μου μέτρο. Ακόμα και τη ζωή τη μετρούσα με δανεικά μέτρα. Έμοιαζε και αυτή να ήταν δανεισμένη.
Ευλογημένη να είσαι ω καταραμένη θύρα που με έμαθες να μετράω τον εαυτό μου, τα Όντα, τον κόσμο. Με έμαθες να ονειρεύομαι πέρα από το χθεσινό μου όνειρο, μ’έμαθες να ονειρεύομαι καλά, δυνατά, με το δικό μου βλέμμα. Με έμαθες να μετράω μεγαλεία μέσα σε κατάντιες και κατάντιες περασμένων μεγαλείων, μ’έμαθες να χτίζω ξανά το σκοτωμένο μου όνειρο.
Μια ανήσυχη ψυχή και μια ησυχασμένη καρδιά ανάμεσα σε πνεύματα είδα μέσα μου όταν πέρασα τη σκουριασμένη θύρα που με ταλαιπώρησε τραγικά επί δεκαετίες όπως ταλαιπώρησε χιλιάδες ανήσυχες ψυχές που πάτησαν την ίδια γη με μένα, περασμένους καιρούς και απεγνωσμένα αναζητούσαν τα σκουριασμένα κλειδιά ενός μυστικού περάσματος που θα τους οδηγούσε στην Ελληνική Σκέψη, όμως δεν μπόρεσαν γιατί είχαν μείνει άφθαρτες πάνω τους μόνο Ελληνικές λέξεις, όλα τ’άλλα μέσα τους έχουν αλλάξει το μέτρο.
Σε ευγνωμονώ, ω σκουριασμένο πέρασμα που με έμαθες να βλέπω τον κόσμο με τα δικά μου μάτια, να βλέπω λιβάδια μέσα στης ερημιές και φως μέσα στα σκοτάδια. Με έμαθες να περπατώ με τα δικά μου πόδια και η γη να γεύεται το περπάτημα μου.
Ω αμέτρητη αξία που καταστρέφεις μετριότητες,
ω άμετρο μέτρο τον αξιών,
ω μέτρο των πάντων,
ω άνθρωπε που αυτογνωρίστηκες,
ω ουράνια Αλήθεια!
Πώς άνοιξες έτσι τις θύρες του χτες
να μπει μέσα το άρρωστο σήμερα.
Πώς είναι έτσι πίσω από τη θύρα!
Τώρα αγαπάω και την κατάντια μου.
Είναι μέσα της η κληρονομημένη ψωροκωστιανικότητα μου.
Είναι η αιτία της απόγνωσης, του ξεριζωμού.
Είναι το ζωντανό δείγμα του ιστορικού χθες, του πολύ χθες μου.
Το αγγίζω, το χαϊδεύω, ολόκληρο το χθες μου.
Είναι μέσα του ένα κομμάτι μου.
Είναι μέσα μου ένα κομμάτι του και του λέω:
– Μη στενοχωριέσαι, όλα θα περάσουν,
στον κύκλο της αιώνιας Αλήθειας υποτασσόμαστε όλοι…
Εμείς που συνηθίσαμε να ανοίγουμε τη θύρα μας, που μάθαμε να βλέπουμε και το Σωκράτη με τα μάτια μας αναρωτηθήκαμε ποτέ πότε θα αναγκαστούμε να δούμε εμάς τους ίδιους σήμερα, τώρα, με τα μάτια του Σωκράτη; Δεν οφείλουμε να το κάνουμε αυτό το «αμάρτημα» έστω για λίγο δίχως τρόμο και δίχως απέχθεια, σαν να κοιτάμε τα σπλάχνα και κάτι άλλο μέσα μας πιο βαθιά και από αυτά -την ίδια την ψυχή μας; Ξέρετε πιο είναι το εμπόδιο σε αυτή την «τρελή» πράξη; Ο Χρόνος και τα πνευματικά σκουπίδια που αυτός μας φόρτωσε. Αν μάθουμε, ή καλύτερα αν μας εκπαιδεύσουν, να αφαιρέσουμε αυτό το εμπόδιο, θα δούμε τον τρόμο με τα μάτια μας και τον εαυτό μας με τα μάτια του Σωκράτη. Αναρωτιέμαι: Γιατί μελετάμε τα ειρωνικά του καμώματα – λεγόμενα όταν δεν του επιτρέπουμε να μας δει για να κρίνει την πτώση μας που ξεκινάει ακριβώς απ’τις μυστηριακές πράξεις του, από μια ανήθικη θέλησή του. Θα του επιτρέψουμε άραγε να μας κοιτάξει καμία άχρονη μέρα απευθείας στα μάτια και να του κάνουμε μια ερώτηση: Γιατί τα έκανες αυτά; Γιατί τα είπες αυτά;
Έτσι απλά, με θάρρος και αντρεία, χωρίς να τρέμουν τα γόνατα μας. Δεν είναι δικός μας Παππούς; Δεν κάνει αυτή την ερώτηση ένα παιδί στον πατέρα του όταν αυτός κάνει ένα μοιραίο λάθος; Αλλά τι λέω; Που να βρούμε εμείς σήμερα Αισχύλιο θάρρος και προσωκρατική αντρεία για τέτοια άγρια κοιτάγματα; Εμάς δεν μας επιτρέπουν «τα ανθρώπινα δικαιώματα» να κοιτάξουμε την απανθρωπιά μας στα μάτια. Τι λέω ο βλάκας;! Πού έχουμε εμείς τέτοια γερά στομάχια, μας πνίγει ο ίλιγγος από τέτοια κοιτάγματα. Τα μάτια μας σήμερα προορίζονται να δουν λουσάτες οθόνες, γυαλιστερές χυδαιότητες και περιποιημένα μπούτια.
Πολλές φορές φαντάστηκα να είχα γεννηθεί 2500 χρόνια πριν, μέσα στην ανεκτικότητα του τότε Ελληνικού κόσμου, οπλισμένος με την σημερινή πονηριά και τη δίψα για Ελληνικότητα. Θα είχα σκοτώσει τον Σωκράτη από την πρώτη δημόσια εμφάνιση του για να μείνω στην ιστορία ως ο ανώνυμος εγκληματίας που μισούσε την επιστημονικοποίηση της ανθρωπότητας, που μισούσε τη βιολογική αλλαγή της Ελληνικής Σκέψης, γιατί λάτρευε την συντήρηση ενός μεγαλείου.
Μπορούμε να ταξιδέψουμε ζωντανά στην ιστορία αφαιρώντας από πάνω της το φορτίο της χρονικότητας, να μείνουμε έστω και για λίγο γυμνοί, έχοντας πάνω μας μόνο το αληθινό αίσθημα της διαχρονικότητάς της και να ξανασκοτώσουμε σήμερα το Σωκράτη – το θεό της επιστήμης και της θρησκείας;
Πόσο οφείλουμε να πάρουμε το παρελθόν, να το βάλουμε στο παρόν για ν’αποκτησουμε μέλλον!;
Τρία κομμάτια έχει γίνει το παρελθόν μας: ένα Ελληνικότητα που κατακρεουργείται από τα σημερινά αγρίμια της σκέψης, το άλλο ένα ομοίωμα της Ελληνικότητας που φροντίζει την ύπουλη δράση του προηγούμενου και το τρίτο ελληνοφάνεια που με την αθωότητά της συντηρεί και τους μεν και τους δε. Πόσο βαρύ καθήκον έχει η σημερινή διάνοια να διαλέξει ανάμεσα στα τρία παιδιά της τον καλύτερο απόγονο για να τον παρουσιάσει στην έκθεση της μελλούμενης ταυτότητάς της! Υπάρχουν ανάμεσα μας ακόμα και σήμερα κάποιες ξεχασμένες υπάρξεις που βλέπουν την Ελληνικότητα και τα ομοιώματα της με την διαίσθηση του τσομπάνου ή καλύτερα του «ζώου» που μυρίζει από μακρυά το δικό του, το ξένο, το καλό και τον κίνδυνο. Μήπως πρέπει να τους ακούσουμε και αυτούς με τις έντονες αποθηκευμένες συνήθειες του παρελθόντος;
Το βασικό ένστικτο που ξύπνησε.
Άνοιξα τη θύρα, είδα την ορμή της αυτογνωσίας να με πνίγει και αναγκάστηκα να φτιάξω ξανά τη «θεατρική» μου παράσταση. Η σκηνή άρχισε. Τίποτα δεν είχε αυτού μέσα: ούτε παιδεία, ούτε διαβάσματα, ούτε ακούσματα. Μόνο θολό βλέμμα και ζωή, άφθονη κατανάλωση ψυχικής ενέργειας. Όλα λειτουργούσαν άψογα μέσα στο ψυχικό σκότος. Τι να πω περισσότερο; Ποιός μ’αφήνει να πω τίποτε άλλο; Μήπως ξέρουμε να μεταχειριζόμαστε το βασικό ένστικτο προς όφελος της γνώσης; Μήπως ξέρουμε να δίνουμε σ’αυτό πνευματική τροφή για να το υψώσουμε στο «έδαφος» της αυτογνωσίας μας; Είμαστε φανατικά διαζευγμένοι μ’αυτή την «τρέλα» που μεγαλώνει συνειδήσεις. Παλεύουμε απεγνωσμένα να μεγαλώσουμε τον εαυτό μας εκμεταλλευόμενοι το μόνο μέσο που γνωρίζουμε σαν εργαλείο γνώσης – την λογικότητα μας. Τόσο πολύ την ταλαιπωρήσαμε αυτή την καημένη που της φορτώνουμε καθημερινά καθήκοντα που δεν της ανήκουν. Και την πνευματικότητα και την ψυχική έρευνα και τους «παράξενους» στοχασμούς της σοφίας, τα έχουμε αναθέσει στην ορθολογικότητα μας. Μοιάζει ο εαυτός μας, η εσωτερικότητά μας σαν μια στείρα, ακαλλιέργητη γη απ’την οποία αναζητούμε όλο και περισσότερη παραγωγικότητα, χωρίς να έχουμε μάθει να την φροντίζουμε, να τη χαϊδέψουμε.
Πού πάει ο νους μας όταν ακούμε αυτή την αμαρτωλή λέξη – βασικό ένστικτο. Δεν πάει εκεί που μας μάθανε τα τελευταία χρόνια, σε κάποια σεξουαλική χυδαιότητα, σε κάποια ηθική απροσδιοριστία ή σε κάποια πνευματική διχόνοια; Γιατί δεν μας οδηγεί στα υπαρξιακά μας προβλήματα, στη χαμένη σοφία, στην τραγωδία, στην κάθαρση, αφού το βασικό ένστικτο για τον Έλληνα ήτανε η «γέφυρα» προς την αναγνώριση της ζωής; Στην αιώνια πορεία μας χάσαμε την έννοια του βασικού ενστίκτου και αυτομάτως χωριστήκαμε απ’αυτό που είμαστε προορισμένοι απ’τη μοίρα, έτσι μείναμε κυνηγώντας με εκείνη τη χαρακτηριστική αθωότητα του ορθολογιστή ένα δογματικό ιδεολόγημα ή ένα ιδεολογικό δόγμα ή μια αναλυτική αφυσικότητα σαν τις μεγαλύτερες αξίες της ζωής, χωρίς να αντιληφθεί το ένστικτό μας ότι έτσι μένουμε χωρισμένοι απ’την ίδια τη ζωή.
Η ψυχανάλυση μας διδάσκει πολλά σπουδαία πράγματα, λέει σήμερα η αθωότητά μας, ξεχνώντας ότι της ξέφυγε ένα «μικρο» καθήκον: να μας μάθει τον τρόπο πώς να χρησιμοποιούμε το «λίμπιντο» για να σκοτώσουμε την ψυχική μας αθωότητα, την ενστικτώδη κοίμηση μας. Γιατί δεν μας μαθαίνει η ψυχανάλυση τη μεταχείριση του βασικού ενστίκτου προς όφελος της πνευματικής μας ανόδου; Μα τι λέω, δεν μπορώ να ξεκοπώ απ’αυτή την αθωότητα. Η ψυχανάλυση δεν έχει αναθέσει στον εαυτό της τέτοιο καθήκον. Αυτές οι «τρελές» αθωότητες είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί της. Αυτές τη σκοτώνουν, την εξαφανίζουν σαν τρόπο μεταχείρισης της ψυχικής έρευνας – ανάλυσης.
Αν ο Ιπποκράτης βρισκόταν σε μια ψυχαναλυτική παράσταση, θα έβρισκε πιο ενδιαφέρον να έκανε «ψυχανάλυση» στον ψυχαναλυτή παρά στον ασθενή. «Τι είναι αυτό το λίμπιντο;», θα ρωτούσε, «Γιατί βάζετε ονόματα σε έννοιες που δεν υπάρχουν, μεγαλώνοντας την ψυχική σας δυσαρμονία; Υπάρχουν μόνο Αλήθειες και ονόματα που «ανακάλυψαν» οι μυημένες ψυχές για να τις εκφράσουν αρμονικά. Υπάρχει υγεία, ψυχή, ζωή, γνώση. Τι τα θέλετε όλα αυτά τα βαρίδια που βάζετε στη σκέψη σας; Καλά θα κάνετε, πριν ασχοληθείτε μ’αυτά τα «μεγαλεία» σας, να φέρετε τον ασθενή σας, σε ψυχοσωματική αρμονία και να τον μάθετε να χρησιμοποιεί θετικά τη σκέψη του, να εσωτερικεύσει τη σκορπισμένη του πίστη, αλλά πριν απ’αυτόν οφείλετε να το έχετε μάθει αυτό καλά στον εαυτό σας. Αυτό είναι το «Α» και το «Ω» της ψυχικής υγείας. Τι είναι αυτή η επιστήμη που αυτοαποκαλείται «ανάλυση της ψυχής» και δεν αναλύει πρώτα την αψυχοσύνη της;»
Πού να ήξερε ο Ιπποκράτης τι μηχανεύτηκε με τη σοφία του και των ομοίων του το ανθελληνικό πνεύμα από τότε που η αιρετικότητα πλάκωσε την ψυχική έρευνα!
Έκλεισα τη θύρα μου για να μη βλάψω περισσότερο τον εαυτό μου με αυτή την αηδία που τη λένε ψυχανάλυση.
Αργότερα, μετά από λίγη ξεκούραση, την άνοιξα ξανά και είδα τα Όντα, κατάλαβα το μυστήριο της Ελληνικής ικανότητας να φιλοσοφεί γεωμετρικά, να δίνει ονόματα-έννοιες στα γεωμετρικά σχήματα και ησύχασα: σαν «ζώο» που προόριζε τον εαυτό του για το κυνήγι της αλήθειας, ο Έλληνας αντιλήφθηκε ότι όταν η ψυχή «κινείται» ευθεία προς την αλήθεια που αναζητούσε, διέγραφε μια ευθεία γραμμή: έτσι συνελήφθη η ιδέα του πρώτου γεωμετρικού σχήματος.
Όταν η ψυχή εντόπιζε μια αλήθεια, τότε χόρευε πάνω της κυκλικά. Το σχήμα του κύκλου ήταν πια γεγονός σαν θεία αντίληψη.
Όταν μέσα σ’αυτό το κυνήγι το άθικτο ένστικτο συνέλαβε την έννοια της Μορφής, της Ουσίας και του Θείου που μεσολαβούσε στην ανακάλυψη της αλήθειας, έδωσε θεία έννοια και στο τρίγωνο, θεωρώντας το σαν βάση των πάντων. Δημιουργήθηκε το τρίγωνο σαν καθρέπτισμα του Ανθρώπου, της Αλήθειας, και του Θείου.
Έτσι γεννήθηκαν στην ψυχή του Έλληνα οι γεωμετρικές έννοιες σαν τέκνα της Σοφίας του, όπως ήταν κάθε επιστημονική γνώση του, ελεγχόμενη απ’τον μεγάλο κηδεμόνα – τη σοφία του. Τότε αναγκάστηκε να τα βάλει στην πρόσοψη των Μεγάλων Μαρμάρων.
Αυτό μιμήθηκαν όλοι οι αναγεννημένοι που μάθανε να μυρίζουν, αιώνες μετά, την οσμή της Ελληνικής κλασικότητας, να γνωρίσει τη γεύση που δίνουν στη Γνώση το ξυπνημένο ένστικτο.
Η βιομηχανία της σοφίας.
Άνοιξα πολλές φορές τη θύρα μου πέρα απ’το όνειρο μέχρι που διαπίστωσα μια τρομερή αλήθεια: ο Έλληνας δεν παράγει πια σοφία, γιατί βλέπει την ψυχή του σαν «αντικείμενο» αναμνηστικής περηφάνιας και όχι σαν «χειροπιαστό» αντικείμενο Γνώσης! Αυτή η λέξη – έννοια τον οδηγεί πάντα προς ένα αφηρημένο πίσω ή τον ξεκόβει απ’το μπρος. Αυτή η στάση απέναντι στην ψυχή του, είναι η στάση απέναντι στη γνώση είναι η στάση απέναντι στην ίδια τη ζωή του. Αυτή η στάση δημιούργησε για τη συντήρησή της ένα τρόπο σκέψης-πίστης που πιέζει την ενστικτώδη ικανότητα για έρευνα προς την κοίμηση ή καλύτερα προς την συντήρησή της σε μορφή λίθου.
Τώρα πια ξέρω ότι χρειάστηκε πολλή μελέτη και αντι-σοφία μέχρι μια γιγάντια «βιομηχανία» σοφίας να πάψει να παράγει. Τα ερείπιά της τα βλέπουμε σήμερα σκορπισμένα πάνω σε σελίδες κειμένων, στα «στρογγυλεμένα» λόγια μας, στη γη που πατάμε, όλα μετατράπηκαν σε αντικείμενα περηφάνιας αμύητων ψυχών, αδούλευτων ενστίκτων. Σφαγιάστηκαν κεφάλια, εξορίστηκαν διάνοιες, θάφτηκαν ζωντανά πνεύματα, κατακρεουργήθηκαν κορμιά και αγάλματα για να επιτευχθεί αυτή η εξόντωση μπροστά στην οποία η κάθε γενοκτονία μοιάζει μικρή, γελοία. Όποιος έχει μπροστά του μια άχρονη, ζωντανή εικόνα ολόκληρου του χτες το νιώθει αυτό στο πετσί του.
Μήπως ήρθε η ώρα να αποκαλυφτούνε αιώνια μυστικά που η ιστορία τα κράτησε καλοσφραγισμένα στον ψυχικό μας κόσμο, στα κύτταρά μας, καθιστώντας τα πνεύματά μας ανίκανα να πετάξουν μακριά, στην ουράνια Ρίζα μας; Κάποτε Ελληνικότητα σήμαινε Γνώση πέρα απ’το άνοιγμα μιας θύρας σ’έναν κόσμο άγριας ομορφιάς. Σήμερα σημαίνει ενημέρωση σ’έναν κόσμο μαλακής πληροφορίας με κλεισμένες θύρες απ’τα ύπουλα πνεύματα που ελέγχουν κάθε βήμα της ελληνοφάνειάς μας.
Είναι δυσάρεστο ν’ανοίγεις τη θύρα σου και να βλέπεις τη Γη των ονείρων σου κατακτημένη από ένα ομοίωμά της και τότε απορείς: Ποιός μάγκας σκότωσε το όνειρο μου; Πρέπει να ήτανε πολύ αντισοφός αυτός που θανάτωσε μια σοφία. Βγαίνουν μπροστά σου Κολοκοτρώνηδες, Καραϊσκάκηδες, Καζαντζάκηδες που ζητάνε ελευθερώματα, στην ουσία ζητάνε την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’τον εαυτό του, ή καλύτερα την επιστροφή στον Εαυτό του. Με τα όπλα στο χέρι τους βλέπω να κυνηγάνε μια κοίμηση, όλους τους τιμώρησε η ελληνοφάνεια… Όλοι οι μεγάλοι της ιστορίας ζητούσανε απ’τους κακομοίρηδες ν’ανοίξουνε μια σκουριασμένη θύρα για να βρούνε τον εαυτό τους. Μα πώς!;
Και ξανά αναρωτιέμαι: Πώς μπορεί ένας σκουριασμένος ψυχισμός να αυτογνωριστεί όταν η σκουριά έχει πλακώσει ακόμα και τ’όνειρό του;!
Είναι μια άγρια γοητεία το ν’ανήκεις σ’αυτόν τον «καταραμένο» κόσμο που τον έσβησε η Μηδένιση του δικού του χρόνου, μέσα στο σκότος μιας σκουριασμένης ομοιότητας; Γιατί ν’ανήκω σ’αυτό τον κόσμο που θέλει να μηδενίσει ξανά το χρόνο για να διασχίσει ξανά μια πορεία απ’τα «τάρταρα» της ανθρώπινης συνείδησης στην Ολύμπια σκέψη, περνώντας όλους τους βαθμούς της ανύψωσης του ανθρώπου απ’τη βαρβαρότητα στο μεγαλείο της ψυχής του;
Τι κρίμα! Αυτή η πνευματική σκουριά, αυτή η επιδημία κόλλησε πάνω στον άνθρωπο σαν η βδέλλα στη σάρκα του και τώρα μαζί, αυτή και ο άνθρωπος, παρελαύνουν στις λεωφόρους του χρόνου με συμμάχους την υλιστικότητα, τον ορθολογισμό και τη λιγοστή επιστημονική απομίμηση. Βλέπω αυτή την εικόνα και λαχταράω: φυλακίζει μέσα της τα ένστικτα των προγόνων μου, τα πάθη των παππούδων μου και τους πόνους των αδικοχαμένων ομοίων μου που φυλάκισαν μια ζωή τον εαυτό τους για να μην προδώσουν ένα κληρονομημένο όνειρο. Τους έχω όλους εδώ, μπροστά μου, μέσα μου.
Διαβάζω Αισχύλο για να θρέψω το δράμα μου, αποκωδικοποιώ τον Πλάτωνα για να μάθω την τέχνη της θείας Ειρωνείας, μελετώ Αριστοτέλη για να κρυφτώ πίσω απ’την ελληνιστικότητά μου. Ρίχνω ένα βλέμμα στο Βυζάντιο για να γνωρίσω μια συνέχεια που διέκοψε μια άλλη. Τότε είναι που με πιάνει η ελλήνομανία: Γιατί Μοίρα με γέννησες τέτοιον και με φόρτωσες με τέτοια ασήκωτα βάρη; Οτιδήποτε άλλο να με έκανες θα ήμουνα ελεύθερος μέσα στην αγανάκτησή μου. Τώρα ανοίγω «σύνορα» και ερευνώ όντα που κάποτε τα επιδίωκαν οι άνθρωποι που είχαν καταργήσει τα σύνορα του χωροχρόνου.
Να μπεις μέσα σ’αυτόν τον μυστήριο κόσμο που είναι αποκλειστικά δικός σου και να νιώθεις ότι κάποτε, σε παλιές εποχές, συμμετείχες στα μυστικά συμπόσια, παρακολουθούσες αμήχανος τα Όντα, τα Είδη, τις Ιδέες και τώρα σαν από «μηχανής θεού» σου παρουσιάζονται όλα μπροστά σου ανοίγοντας ένα κείμενο, διαβάζοντας σ’αυτό την τραγωδία σου, βρίσκεσαι στη σύνταξή του σαν άχρονος θεατής. Έτσι αποκτάς την υποχρέωση να διασχίσεις κουτσά στραβά μια αιώνια πορεία που φτάνει μέχρι την κατάντια σου, περνώντας από μικρασιατικές καταστροφές, κυπριακές τραγωδίες, ποντιακές γενοκτονίες και να περιγράψεις λίγα απ’αυτά με βουβή φωνή για να μη πληγώσεις τη «πολυτέλεια» του σήμερα. Όλα από μια «ασήμαντη» αιτία: η βιομηχανία της σοφίας σκούριασε απ’το χρόνο, η ψυχική έρευνα χωρίστηκε απ’τη Γνώση.
Διασχίζοντας το χρόνο, το σκότος της εσωτερικότητάς σου, αποκωδικοποιώντας κείμενα, μυστήρια, δόγματα σου βγαίνει μπροστά ο φραγμός που λέγεται αμάρτημα, ο μεγαλύτερος σύμμαχος του ορθολογισμού και του δόγματος. Αμάρτημα ν’ανοίξεις θύρες περασμένων και σημερινών συνειδήσεων. Αμάρτημα να νιώθεις την άνοδό σου όπως το μικρό παιδί νιώθει το μεγάλωμα του.
Αμαρτία να δαχτυλοδείξεις μια σκηνοθεσία που βάζει φραγμό στην «αμαρτία» της Αυτογνωσίας. Αμαρτία να εξηγήσεις τις αιτίες του παλιού και μοντέρνου ψωροκωστιανισμού σου. Αμαρτία να γευθείς τον κόσμο στον οποίο ανήκεις . Αμαρτία «ν’αγγίξεις» τα όντα, τα μη όντα, την ταυτότητά σου και αναρωτιέσαι: Γιατί μετατράπηκε η τάση του ανθρώπου για μεγάλωμα σε μεγάλο αμάρτημα; Βλέποντας μακριά στο χθες, αντικρίζεις το μεγαλύτερο «αμάρτημα» που έκανε ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του όταν έπλασε τον τραγικό άνθρωπο, τον Έλληνα και τότε ησυχάζει η αμαρτωλή σου ψυχή. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, η λέξη αμαρτία δεν θα είχε σήμερα κανένα νόημα.
Γιατί να είναι αμάρτημα η ερεύνηση του Θεού σου; Και αν αναζητώντας τον θεό σου βρεις δύο, τρεις, τέσσερις… δώδεκα θεούς; Αυτό σίγουρα θα είναι η αμαρτία των αμαρτιών. Τότε η Ολύμπια σκέψη σε κυριεύει θάβοντας την αμαρτία σου. Αναρωτιέσαι ξανά: Μήπως αμαρτάνω και τώρα που αναζητώ πού πάει η αμαρτία μου; Γιατί εξαφανίστηκε απ’τον τρόμο της αναζήτησης;
Καθάρισα χωράφια, δρόμους αποθήκες, αποθηκευμένες συνειδήσεις, αλλά να καθαρίσεις τον εαυτό σου απ’το αίσθημα της αμαρτίας, είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα, είναι σαν να καθαρίζεις ένα μουσείο απ’τα σκουπίδια του χρόνου. Πίσω απ’τα οποία υπάρχει μια ζώσα πραγματικότητα, που ούτε φθείρεται, ούτε σκουριάζει.
Αντώνης Αργύρης