Η ΨΑΡΟΒΑΡΚΑ
Φουρτουνιασμένο πρωινό, δέκα η ώρα,
γκρίζο το πέλαγο κι ο ουρανός.
Κάποια βαρκούλα διακρίνεται πέρα,
μακρυά στον αγριεμένο αέρα.
Παλεύει με τα κύματα τα μανιασμένα,
πότε φαίνετ’ ολόκληρη καί πότε χάνεται.
Κάθε λεπτό περνάει μ’ αγωνία,
μέσα στη μπόρα καί στην τρικυμία.
Δυό τρείς απλοϊκοί καλοί ψαράδες,
στέκουν μ’ υπομονή καί περιμένουν
ναρθούν σιγά σιγά στο λιμανάκι
να πάν’ στο σπιτικό τους το ψωμάκι.
Είν’ όλοι τους ετούτοι πατεράδες.
Μικρά παιδιά τους καρτερούν να φθάσουν.
Να χαρούνε. Να παίξουν. Να γελάσουν.
Με το ψωμί καί την αγάπη να χορτάσουν.
Βοήθα Παναγιά κι Αη Νικόλα,
λέν’ οι μανούλες μ’ αγωνία στην καρδιά,
αγκαλιάζοντας τα μικρά αθώα παιδιά,
οπού γιά χάρη τους θυσιάζονται όλα.
Άργησε η βαρκούλα να γυρίσει,
αλλά νάτηνε! Φάνηκε μακρυά!
Τι ανακούφιση, αλλά καί τι χαρά,
νοιώθ’ η μανούλα σαν την αντικρύσει!
Γεώργιος Βελλιανίτης