Ξένε που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποια πατρίδα έχεις;
Τη μακρινή πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.
Εκεί κι ο θάνατος γλυκός
κι αφού κανείς πεθάνει
έχει στο μνήμα του Σταυρό
καντήλι και λιβάνι.
Στ αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ αμπέλια.
Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.
Στη μακρινή Πατρίδα μου
έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί
το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς
σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη
γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.
Η ασημένια θάλασσα
μ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ άστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή Πατρίδα μου
πριν η σκλαβιά πλακώσει
τη δόξαζ η παλληκαριά
τη φώτιζεν η γνώση.
Και τώρ από τη μαύρη γη
τη γη τη ματωμένη
πρόβαλε παλ η ελευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη.
Φτάνει τη χώρα που μου λες
τη γνώρισα, την είδα
τη μακρινή Πατρίδα σου
έχω κι εγώ Πατρίδα.
Γεώργιος Δροσίνης