Μια μέρα ξεκίνησαν δύο φίλοι για να πάνε σε μία δουλειά. Περπατούσαν συζητώντας, ώσπου ο ένας από τους δυο είδε κάτι να γυαλίζει κάτω από τα δέντρα, δίπλα στον δρόμο.
Πλησίασε να δει τι ήταν αυτό που του τράβηξε την προσοχή και ανακάλυψε ότι ανάμεσα στα χόρτα υπήρχε ένα ολοκαίνουριο, γυαλιστερό τσεκούρι. Με χαρά, το πήρε στα χέρια του και το έδειξε στον συνοδοιπόρο του. Ο άλλος βλέποντας τι είχε ανακαλύψει ο φίλος του είπε:
– «Ωραία! Βρήκαμε ένα τσεκούρι!»
– «Δεν το βρήκαμε! Εγώ, το βρήκα» απάντησε αυτός που είχε ανακαλύψει το ολοκαίνουριο εργαλείο, θέλοντας να τονίσει ότι ήταν δικό του απόκτημα και δεν είχε σκοπό να το μοιραστεί με τον φίλο του.
Μετά το λεκτικό αυτό επεισόδιο, συνέχισαν τον δρόμο τους που τους οδηγούσε όλο και πιο βαθειά μέσα στο δάσος. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, και μπροστά τους είδαν τέσσερις ξυλοκόπους, να πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Οι ξυλοκόποι είχαν χάσει το καινούριο τους τσεκούρι και έψαχναν να το βρουν.
Φαίνεται, όταν αντίκρισαν τον ένα από τους οδοιπόρους που κρατούσε το τσεκούρι, πήραν τόσο άγρια έκφραση που εκείνος τρόμαξε και είπε στον φίλο του: «Χαθήκαμε!».
Τότε ο άλλος, πληρώνοντας τον με το ίδιο νόμισμα του απάντησε: «Δεν χαθήκαμε! Χάθηκες! Όταν το βρήκες δεν ήθελες να το μοιραστείς μαζί μου. Τώρα δεν θέλω εγώ να μοιραστώ μαζί σου το ξύλο που θα φας!».
Αν θέλετε να διαβάσετε για την ζωή του Αισώπου κάντε κλικ εδώ.