Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,
στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.
Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!
Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.
Δεν έτρεχε να φτάσει πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.
Δεν έδενεν η θεία κόρη
μ’ ένα της σάλπισμα τρανό,
και ορθή στου καραβιού την πλώρη,
το μανιωμένο Ωκεανό.
Χρυσελεφάντινη γαλήνη
δεν έδειχνε, δεν είχε αυτή.
Δεν την αντίκρισα να λύνει
τα σάνδαλά της λατρευτή.
Και δεν την είδα σαν αστέρι
της τέχνης θείο πελεκητό
στην πέτρα τη σκληρή από χέρι
ενός τεχνίτη δυνατό.
Και δεν τη είδα μες στων νέων
τα γαύρα πλήθη να οδηγεί
τους ταύρους των Παναθηναίων
στεφανωτούς προς τη σφαγή.
Καθώς ο πρώτος ο τεχνίτης
την έπλασεν απλοϊκά
με το γυναίκειο το κορμί της
χωρίς γνωρίσματα θεϊκά,
την είδα να περνά απ’ τη στράτα
χωρίς σαλπίσματα, κλαδιά
και τρόπαια και φτερά χιονάτα,
χωρίς ουράνια συνοδειά.
Αλλ’ η Ομορφιά της πέρα ώς πέρα
σκόρπια στο ολόψηλο κορμί
είχε της Νίκης τον αέρα,
είχε της Νίκης την ορμή.
Κι ήταν πλασμένο το κορμί της
όχι από σάρκα· από ψυχή!
Το νου τραβούσε σα μαγνήτης,
τον ύψωνε σαν προσευχή.
Κι από το άυλο, το παρθένο
κορμί, που διάβαινε γοργό,
έβγαινε φως ευλογημένο,
έβγαινε φως θαυματουργό.
Και φάνταζε σα να πηγαίνει
βοήθεια και παρηγοριά
σε κάθε νιότη ερωτεμένη,
σε κάθε συμφορά βαριά,
ταίρι στον έρημο, στον ξένο
σκέπη, στη φύση μια ευωδιά,
και δύναμη στο δειλιασμένο
και νέα θρησκεία μες στην καρδιά.
Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,
γονατιστός, με θαμπωμένα
μάτια, με λάβρα περισσή:
“Χαίρε θεά, χαίρε παρθένα,
Ω Νίκη, ω Νίκη, ω Νίκη Εσύ!
Εσύ που δείχνεις πώς ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πώς μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!”