Τις νύχτες κλαίμε και το πρωί ελπίζουμε ότι όλα θ’ αλλάξουν. Ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει ότι ζούμε και ελπίζουμε. Αυτό το χαμόγελο που θα καθρεφτίζεται στα μάτια μας. Το χαμόγελο ενός μικρού παιδιού που συνεχίζει να ονειρεύεται και να προσδοκά. Τις νύχτες κοιτάω τ’ αστέρια και ψάχνω να βρω τα μάτια του. Όμως ξαφνικά πέρασε το φεγγάρι από δίπλα μου και μου ψιθύρισε: ότι υπάρχει ελπίδα Ότι δε χρειάζεται να δοθείς σε κάποιον που δεν ερωτεύτηκες, που δεν αγάπησες για να ξεφύγεις από τη μοναξιά Θα ζήσω όταν βρω μια θέση στη ζωή των άλλων Όμως τα πλοία φεύγουνε από τα λιμάνια της ελπίδας και παίρνουν μαζί τους τ’ άπιαστα όνειρά μας. Τα όνειρα που μας φθείρουν και μας κάνουν ανικανοποίητους. Εμάς τους ώριμους χωρίς ωριμότητα. Εμάς τους ονειροπόλους χωρίς όνειρα, που τα κοιτάμε να φεύγουν από τα παιδικά μας μάτια μέσα από τα τζάμια των τρένων Όλα αυτά που ονειρευτήκαμε ήταν σχέδια ονείρων που φτιάχτηκαν για την άμμο δίπλα στα κύματα της θάλασσας. Πόσο μόνοι είμαστε στο κόσμο… Σαν τ’ άστρα πάνω στον ουρανό που πέφτουνε στη γη σα να θέλουν να ξεφύγουν από τη λαμπερή μοναξιά τους. Ένας θλιμμένος αποχωρισμός, ένα τραγούδι που κρύβει τη λύπη όλων αυτών που δε πρόλαβαν αγαπήσουν, να δώσουν και να πάρουν Ονειρεύομαι ένα ταξίδι μέσα στη μοναξιά του κόσμου σαν ένα παιδί που περιμένει. Κι από όλες τις νύχτες προτίμησα εκείνες του μικρού πρίγκηπα μέσα στ’ αστέρια. Σημασία έχει ποιος θα ταξιδέψει με τη λιγότερη μοναξιά.
Ευχαριστούμε πολύ τον καθηγητή κοινωνιολογίας και ψυχολογίας κ. Δεμιτσάνη, που μας έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσουμε το παραπάνω κείμενό του.