Η ηγεσία στο ελληνικό δημόσιο σχολείο
Τα τελευταία χρόνια έχει ασκηθεί έντονη κριτική στην παραγωγικότητα και αποδοτικότητα των εκπαιδευτικών του δημοσίου σχολείου αλλά και των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα γενικότερα. Το σχολείο ως παιδαγωγικός οργανισμός αποτελεί μονάδα με διοικητική και εν πολλοίς παιδαγωγική, ψυχολογική και επιστημονική αυτοτέλεια. Η αποτελεσματική διοίκηση-ηγεσία του σχολείου αναμφισβήτητα παίζει καθοριστικό ρόλο στην παρακίνηση των εκπαιδευτικών για μεγαλύτερη απόδοση στο έργο τους. Η πολιτική με την οποία ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ως ηγέτης παρακινεί το εκπαιδευτικό προσωπικό στη συστηματική και οργανωμένη, συνεπή εργασία, από τη μια μεριά, και αφ’ ετέρου ποια χαρακτηριστικά πρέπει αυτός να διαθέτει ώστε να προεξοφλεί, ως ένα βαθμό, την αποτελεσματικότητά του, αποδεικνύονται περίτρανα στην καθημερινή του πράξη, στο έμπρακτο παράδειγμα που προσφέρει στους υφισταμένους του.
Οι διευθυντές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Γυμνασίων και Λυκείων, είναι διαφορετικών ειδικοτήτων, ηλικιών, φύλου και εργασιακής εμπειρίας. Σύμφωνα με τις τρεις κατηγορίες του μοντέλου των Hoy & Miskel (1996), η πρώτη κατηγορία αφορά στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του διευθυντή-ηγέτη. Σύμφωνα με τη γνώμη των περισσοτέρων, η συνέπεια, η ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη, η τιμιότητα είναι βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ηγέτη και συνιστούν την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Σε συνδυασμό με τη διάθεση συνεργασίας, την αυτοπεποίθηση, την αποφασιστικότητα και το όραμα δημιουργούν μια ισχυρή προσωπικότητα. Η δεύτερη κατηγορία αφορά στις ενέργειες για την παρακίνηση των εκπαιδευτικών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Ο διευθυντής-ηγέτης θα πρέπει να δείχνει το καλό παράδειγμα στους συναδέλφους του και να είναι δίκαιος, με ισότιμη μεταχείριση απέναντι σε όλους τους εμπλεκομένους στη σχολική κοινότητα. Όλες οι προσπάθειες δημιουργικής υποκίνησης των εκπαιδευτικών πρέπει να εστιάζονται στην αναγνώριση του εκπαιδευτικού τους έργου, την παροχή κυρίως ηθικών αλλά και οικονομικών κινήτρων. Παράλληλα, η επικοινωνία, η συζήτηση, η συνεργασία με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές της σχολικής κοινότητας, όπως μαθητές, καθηγητές, γονείς, φορείς κ.τ.λ. προκειμένου να εντοπιστούν και να ικανοποιηθούν οι ατομικές και οι συλλογικές ανάγκες των διαφόρων μερών, αποτελούν προϋποθέσεις για αποτελεσματική διοίκηση και βασικές συνιστώσες παρακίνησης του εκπαιδευτικού στο έργο του. Από την άλλη πλευρά, η υποστήριξη της ομαδικής εργασίας, η θέση ατομικών όσο και κοινών στόχων και η αξιολόγησή τους με σκοπό την ανατροφοδότηση, η ενθάρρυνση για συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και πρωτοβουλιών θα έπρεπε να είναι η βασική κατεύθυνση της πολιτικής του διευθυντή του σχολείου. Επιπλέον, η υλικοτεχνική υποστήριξη, η επαγγελματική ανάπτυξη των καθηγητών, η δημιουργία κατάλληλων εργασιακών συνθηκών και η πειθαρχία μπορούν να ενισχύσουν την απόδοση των καθηγητών.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω πολιτικές και πρακτικές διοίκησης πρέπει να εφαρμόζονται με δημοκρατικό τρόπο και ανοικτές διαδικασίες προκειμένου να δημιουργείται ένα θετικό κλίμα στο σχολείο, που αποτελεί το θεμέλιο για την καλή λειτουργία του. Μάλιστα, αξίζει να τονιστεί ότι σε περιπτώσεις συγκρούσεων, ο διευθυντής κρατά χαμηλούς τόνους, συζητά με τους εμπλεκόμενους και εφαρμόζει κατά περίπτωση τη νομοθεσία.
Ωστόσο, τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι πολιτικές υποκίνησης των εργαζομένων θα πρέπει να συνδυαστούν με μια τρίτη κατηγορία που αφορά στα απαραίτητα προσόντα, τυπικά και ουσιαστικά του διευθυντή-ηγέτη. Ο ηγέτης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών ερευνών, ελληνικών και ξένων, έχει έμφυτα χαρίσματα-ικανότητες, οι οποίες μπορούν να βελτιωθούν μέσα από την απόκτηση ανάλογης εμπειρίας και γνώσης. Ο διευθυντής-ηγέτης, σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες, πρέπει να έχει σπουδές σχετικές με τη διοίκηση, γνώση των νέων τεχνολογιών και της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, εργασιακή εμπειρία και πλούτο καινοτόμων ιδεών. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι κοινωνικός, οργανωτικός, απλός και να μπορεί εύκολα και με ευελιξία να προσαρμόζεται στις όποιες αλλαγές.
Εν κατακλείδι, η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα των Ελλήνων Εκπαιδευτικών στο δημόσιο σχολείο θα αυξηθεί δυνητικά στη βάση της δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών, της ορθολογικής στοχοθεσίας, της αξιολόγησης και της υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, της ευγενούς άμιλλας και του δημιουργικού συναγωνισμού.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Φιλόλογος-Ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων