Πόσο μας συγκινούν ως τα σωθικά οι μέρες του χινοπωριού. Έως που να πονέσουμε, μας περνούν βαθειά. Γιατί και οι συγκινήσεις οι γλυκιές κάποτε κρύβουν, στην αοριστία τους, την ένταση – Του απείρου η λόγχη είναι η πιο σουβλερή.
Να, πνίξε τη ματιά σου στου ουρανού, στης θάλασσας το απέραντο. -Τι ηδονή μεγάλη! -Τριγύρω η μοναξιά, η σιγαλιά, του γαλανού αιθέρα η ομορφιά η ασύγκριτη. Όταν το μικρό πανάκι στον ορίζοντα να τρεμουλιάζει αγναντεύεις, πώς σου θυμίζει τη σμικρότη σου, την ερημιά της ύπαρξής σου, της αγιάτρευτης! Και η μελωδία των κυμάτων η μονότονη – το σύμπαν μ αγκαλιάζει με τις σκέψεις του, τις ιδικές μου σ΄ αυτό τις χαρίζω. (Γιατί εμπρός στης ονειροφαντασιάς το μεγαλείο, το εγώ εκμηδενίζεται) -Το σύμπαν σκέπτεται, το λέγω, αλλά αρμονικά και καλλιτεχνικά, χωρίς συλλογισμούς, επαναλήψεις, συμπεράσματα. -Ως τόσο οι σκέψεις μου αυτές, καν από εμένα φεύγουν, ή τη φύση, ολοτρόγυρα, αφήνουν πίσω τους, με ένταση απαράμιλλη υψώνονται. Η ενεργητικότητα της ηδονής ανημποριά γεννά, πόνο πραγματικό. Τα πολυτεντωμένα νεύρα μου θλιβερούς τόνους, νότες στριγκλιάρικες σκορπούνε.
Μα τώρα χάσκω εμπρός στα βάθη του ουρανού. Με ξετρελαίνει η λαμπράδα του. Με αγριεύει η αναισθησία της θάλασσας. Και το ατράνταχτο το θέαμα με σκιάζει. Αχ, πρέπει τάχα να υποφέρουμε παντοτεινά, την ομορφιά ν αφήνουμε μακριά μας! Φύση! Μαγεύτρα, άσπλαχνη, παντοτινή Νικήτρα αντίπαλε, άφησέ με!
Μη μου κεντράς τους πόθους, την υπερηφάνεια μου, του όμορφου η μελέτη, είναι αγώνας που ο καλλιτέχνης σκούζει στη τρομάρα του, πριν νικηθεί ακόμα!