Η επιστροφή του «ασώτου»
Ο χαμογελαστός ουρανός. Τα ψηλά αγέρωχα βουνά
Οι γαλανόκορμες θάλασσες. Οι μαργαριταρένιοι κάμποι
Οι ευωδιαστοί μπαξέδες. Οι ευλογημένοι ελαιώνες
Και εντέλει όλα αυτά τα καλούδια της πατρίδας μου
Ήταν το βιός που κουβάλαγα στο πορτοφόλι της καρδιάς
Και με μια τέτοια τρανταχτή περιουσία λογάριαζα,
να εξαγοράσω του νόστου την παρηγοριά
Τη λύτρωση της πανούργας μνημοσύνης
Τα νεαρά τότε χρόνια μου άπειρα. Παράτολμα
Εξαπάτησαν τους ενδοιασμούς του μυαλού μου
Οπότε συνεπαρμένος από τις δήθεν χρυσές ευκαιρίες
Και τους κρυστάλλινους ορίζοντες της νέας γης
Απαρνήθηκα τρις την πατρίδα μου
Ώσπου, μια ανύποπτη μέρα οι τσέπες άδειες
Και τα αποταμιευμένα είχαν επιπόλαια ξοδευτεί
Σκορπίστηκαν σε ανούσιες και άνοες απολαύσεις
Δαπανήθηκαν στην εξαρτημένη δόση της θύμησης
που προκειμένου να ξεχάσει πλήρωνε όσο-όσο
Και καθώς φτώχαινα μέρα τη μέρα και περισσότερο
Τόσο πλούταινε και θέριευε η επιθυμία της επιστροφής
Αλλιώς, δε θα άντεχα τη μιζέρια ενός τσαπατσούλη ήλιου
Δε θα δάμαζα τον κέρβερο που δάγκωνε τον ύπνο μου
Δε θα συμμάζευα τα κουρσεμένα όνειρα μου
Δε θα έπειθα την ελπίδα να μου δίνει κουράγιο
Κι ήταν πρωί χαράματα, όταν του Μάη ο δροσερός αέρας
Με κουτρουβάλησε σαριδάκι στους δρόμους σου
Αριστοτέλης Φράγκος
Το ποίημα αυτό του Αριστοτέλη Φράγκου, περιλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «Άλαλες λέξεις βουβές νότες».