Κρέμεται τὸ σπαθὶ κοντὰ στὴν κούνια σου, καλό μου,
ἀλλὰ τὸ χέρι δέν εἶναι ποὺ τό ᾽σφιγγε στὴ νίκη.
Μακρὺς ὁ λάκκος π’ ἄνοιξε καὶ κλεῖ τὸ γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρὶς αὐτὸν μάχης καπνοὶ σκεπάζουν
ἀλλ’ αὐτὸ τώρα ποὺ κουνῶ τ’ ἀμέριμνο κορμάκι
αὔριο θὰ γίνη δύναμη ποὺ ὁ λογισμὸς κινάει,
καὶ στήθι ἀντρίκειο θὰ σταθῆ στὲς σαϊνιὲς τῆς μοίρας.
Βρέχει τὰ βέλη της αὐτὴ στὰ ὕψη τῶν ἀνδρείων,
ποὺ ἐκεῖ στημένοι στερεοὶ λάμπουν στὴ μάχη θεῖοι.
Χαρές καὶ πλούτη νὰ χαθοῦν, καὶ τὰ βασίλεια κι ὅλα,
τίποτε δέν εἶναι, ἄν στητὴ μέν’ ἡ ψυχὴ κι ὁλόρθη.
Ὅλα τὰ ἐρείπια γύρω της κοιτᾶ χαμογελώντας,
κι ἀνθοὶ σ’ αὐτά, παντοῦ κι ἀργά, βλασταίνουν ὡς τὸν τάφο·
φυτρώνει καὶ στὸ σκότος του τοῦ Παραδείσου τ’ ἅνθι.
Τοῦ κόρφου σύ, τῆς ἀγκαλιᾶς ἀγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μὴν ἀργοπορῆς βάρος νὰ γίνης τρόμου
ἐκεῖ ποὺ οἱ χείμαρροι τοῦ ἐχθροῦ τρομαχτικὰ βρυχίζουν.
Ἀλλὰ τὸ χέρι σου ζωστὸ πλιὰ στὸ λαιμό μου γύρω
δὲ θά ᾽ναι τότε, ἀλλὰ σ’ αὐτὸ τ’ ὀλεθροφόρο ξίφος.
Τῆς Μοίρας ἕτσ’ οἱ δύναμες, ὅσο τρανὲς κι ἂν εἶναι,
κι ἂν πέσης σὺ στὸν πόλεμο, μένουν ἐκεῖνες, ὅπως
τῆς κούνιας τὰ κινήματα ποὺ τώρα σέ κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μὴ δίχως μάνα μείνης.
Θὰ ζώση ἐκείνη τὸ σπαθὶ μὲς στὸ βυζὶ ἀποκάτου,
κι ἐμπρός! σημαία καὶ σπαθί, ψυχὴ, ψυχὴ καὶ νίκη!
Τὴν ψυχὴ μέσα μου γρικῶ τοῦ ποθητοῦ πατρός σου,
καὶ χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Ἀμαζόνες.
Ἄτρες, γυναῖκες εἶν᾽, κανεὶς δέ θὰ ρωτᾶ στὴ μάχη.
Κοίτα τοὺς λάκκους! ἀλλὰ τί μπορεῖς σὺ νὰ κοιτάξης;
Ἄπειρους λάκκους, ἄπειρους γεμίζουν οἱ νεκροί μας·
πέφτουμ’ ἐμεῖς, τὸ ἔργο μας γιὰ τὴν πατρίδα μένει,
καὶ σ’ ὅλα ζῆ τὰ στήθη μας τούτ’ ἡ πνοὴ καὶ μόνη,
ποὺ φλόγα γίνεται φριχτὴ καθολικοῦ πολέμου,
ποὺ κάθε γῆ καὶ θάλασσα παντοῦ περιλαβαίνει,
ποὺ ζώνει ἐσὲ καὶ σκίρτημα καὶ τῆς κουνιᾶς σου δίνει.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ εὐχὴ χαρᾶς γιὰ τὸ καλὸ ποὺ θά ᾽ρθη!
Γλυκὰ κι ἡ τύχη μοῦ γελᾶ, γιατὶ ἡ στιγμή ᾽ναι τούτη
ποὺ τ’ ἀκριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι ἀφήνουν
τὸ χαμογέλιο τῆς ματιᾶς νὰ λάμψη, σ’ ὅλα τ’ ἄλλα
ἀβέβαιο καὶ τρεμάμενο, ἅλλ’ ὅχι καὶ σ’ ἐμένα.
῞Ελα σ’ ἐμέ, τῶν σπλάχνων μου γλυκὸ βλαστάρι· θέλω
γιὰ μιὰ στιγμὴ γοργά ᾽π’ αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ μακρύνω·
θέλω τὸ μέτωπ’ ὁ καπνὸς τῆς μάχης νὰ σοῦ γγίξη,
πλατιὰ τὸ στῆθος σου, βαθιά, νὰ πνέξη ὀλέθρου φλόγα.
«Ιταλικά ποιήματα», Αθήναι, 1921, Διονύσιος Σολωμὸς, (μεταφρ. Γ. Καλοσγούρου )