Η βυζαντινή ζωγραφική μεταφέρει τον πιστό σ’ ένα άλλο κόσμο. Τον κόσμο του πνεύματος, τον κόσμο της ουράνιας μακαριότητας. Η αγιασμένη αυτή τέχνη, με τις υπέροχες συνθέσεις της, την πνευματικότητά της και τον μυστικό κόσμο της, διδάσκει και εμπνέει.
Το δράμα του Γολγοθά, όπως το παρουσιάζουν οι ύμνοι και τα αναγνώσματα της Μεγάλης Παρασκευής και το συνοψίζει η εικόνα της Σταύρωσης, είχε και τον επίλογό του. “Κατήλθες εν τους κατωτάτους της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων. Χριστέ και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς, εξανέστης του τάφου”. (Κανών, ωδής)
Για την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, δεν μας πληροφορούν οι ιεροί Ευαγγελιστές. Γι’ αυτή μαθαίνουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων, την πρώτη επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, την υμνολογία της Εκκλησίας μας και το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου. Από αυτά παίρνει το υλικό ο ορθόδοξος αγιογράφος για τη σύνθεση της εικόνας της Αναστάσεως.
Η εικόνα της Αναστάσεως στην ορθόδοξη εκκλησία έχει δύο τύπους: ο ένας είναι η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη και ο άλλος είναι εκείνος που εικονίζει πότε τον Πέτρο και τον Ιωάννη δίπλα στο μνημείο και πότε άλλοτε άλλοτε τον άγγελο εμφανιζόμενο, δίπλα στον κενό τάφο, στις Μυροφόρες. Αργότερα η εικόνα αυτή της Αναστάσεως επλουτίσθη με τη σκηνή της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία τη Μαγδαληνή.
Ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ γράφει γι’ αυτό “Οι δύο αυτές συνθέσεις χρησιμοποιούνται στην ορθόδοξη εκκλησία σαν εικόνες της Αναστάσεως. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη εικονογραφία η πραγματική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού ουδέποτε απεικονίσθη. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και η παράδοση της Εκκλησίας, πράγμα που δεν κάνουν ως προς την έγερση του Λαζάρου σιγούν ως προς τη στιγμή αυτή και δεν λένε πως ο Χριστός ανέστη. Ούτε η εικόνα δείχνει αυτό. Η σιγή αυτή εκφράζει καθαρά τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των δύο γεγονότων. Η έγερση του Λαζάρου ήταν ένα θαύμα, που μπορούν όλοι να το κατανοήσουν. Ενώ η Ανάσταση του Χριστού είναι απρόσιτη σε οποιαδήποτε αντίληψη. Γι’ αυτό στην ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν αυτές οι δύο εικόνες που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθη της Ανάστασης του Χριστού την κάθοδο στον Άδη. Η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Κυρίου”.
Εκτός τους δύο αυτούς τύπους εικονογράφησης της Αναστάσεως συναντούμε στους ναούς μας και τον άλλο τύπο: Εκείνο του γυμνού Χριστού που εξέρχεται από τον Τάφο με κόκκινη σημαία στα χέρια του. Η εικόνα αυτή δεν είναι ορθόδοξη αλλά δυτική. Επικράτησε στην Ανατολή όταν η ορθόδοξη αγιογραφία απεκόπη απ’ την βυζαντινή παράδοση λόγω της επικράτησης της αναγεννησιακής ζωγραφικής.
Η εικόνα της Αναστάσεως που λέγεται και “Η εις Άδου Κάθοδος” είναι όπως λέγει και ο Φώτης Κόντογλου η γνήσια εικόνα της Αναστάσεως που παρέδωσαν σε μας οι παλιοί εικονογράφοι και συμφωνεί με την υμνωδία της Εκκλησίας μας. Και όπως γράφει ο ίδιος, η εικόνα αυτή εκφράζει δια της ζωγραφικής όσα ιερά και συμβολικά νοήματα εξάγονται από το πασίγνωστο και από άλλους ψαλλόμενο τροπάριο “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”. Στη βάση της εικόνας ανάμεσα σε απότομους βράχους, ανοίγεται μια σκοτεινή άβυσσος. Πάνω από το σκοτεινό σπήλαιο, στο μέσο της εικόνας προβάλει μέσα σε φωτεινή δόξα ο νικητής του θανάτου, ο Χριστός. Κρατάει στα χέρια του τα πρώτα λάφυρα της νίκης του επί τον Άδη. Είναι ο Αδάμ και η Εύα που ανασύρει συντρίβοντας τις θύρες του Άδη. Τα δύο θυρόφυλλα εικονίζονται σταυροειδώς κάτω από τα πόδια του Κυρίου. Δύο άγγελοι παριστάνονται στο πάνω μέρος της εικόνας. Ο Θάνατος παριστάνεται με γέροντα αλυσοδεμένο. Μαζί με τους προπάτορες Αδάμ και Εύα ο κύριος ελευθερώνει και τους απ’ αιώνες δικαίους οι οποίοι περίμεναν με πίστη την έλευση του Λυτρωτού. Έτσι στα δεξιά και αριστερά της εικόνας έχομε Αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, τον Δαυίδ, τον Σολομώντα, τον Άβελ που πρώτος από τους ανθρώπους εγεύθη τον θάνατον, τον Μωυσή και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Το κείμενο καθώς και η εικόνα που το συνοδεύει είναι έργα του Μανόλη Ζαχαριουδάκη. Δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά του, για την οποία και τον ευχαριστούμε πολύ!