Λύκαινα, φώκια, οχιά, μαιμού, και δείχνεις πεταλούδα·
Μες στα γλυκά σου τα φιλιά ζει το φιλί του Γιούδα.
Είναι πικρό το μέλι τους, φιλείς και φαρμακώνεις·
Στα ροδαρένια χείλη σου κρύβεις κεντρί, σκοτώνεις.
Στα ψεύτικα τα λόγια σου, κρύβεις ψυχή πιό ψεύτρα,
Και κρύβ’ η κλέφτρα σου ματιά, μαύρη καρδιά, πιό κλέφτρα.
Το δάκρυ σου ’που ρέει γλυκό και παραπονεμένο,
Είν’ όλο ξύδι και χολή με λάβα ζυμωμένο,
Κι όπου να πέσει αλίμονο! Φυτρώνει, ζωντανεύει,
Κι αναστατώνει τα στοιχειά, με το Θεό παλεύει·
Και δείχνει μυροστάλαμα, δροσιά, μαργαριτάρι,
Κι είναι φωτιά, περίδρομος, ξεκουμισμός, λιοντάρι!
Είσαι γυναίκα πειρασμός· βυζάστρα του θανάτου,
Μάνα και θυγατέρα του, και σκλάβα, και κυρά του,
Κι είσαι ζωή και θάνατος, κι όσο ’που υπάρχ’ η Κτίση,
Θα φθείρεις, θα ποδοκυλάς τη μάνα σου τη φύση!
στη Ζάκυνθο, Αύγουστος 1886
Ιωάννης Γ. Τσακασιανός