ΦΥΣΗΜΑ ΑΕΡΑ ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ κι οι κορφάδες των λουλουδιών στις αυλές γέρνανε κιόλας, χτυπημένες από τον πάγο. Την παραμονή των Χριστουγέννων θα ξημέρωνε η αφέγγαρη τούτη νύχτα. Ο Αυγερινός δέσποζε στο στερέωμα. Η ώρα του. Πλησίαζε πέντε το πρωί κι η παγωνιά, ένα κρύο ψιλό, τσουχτερό, να τσακίζει κόκκαλα.
– Χρόνια πολλά!
– Άνοιξε νουνά, εγώ είμαι!
Δυό γυαλιστερά δίφραγκα έδωκε, μισανοίγοντας την πόρτα της, στο Θανασάκη της Αντριάνας η Μαρουδή η Τούνταινα. Το ‘χε βαφτίσει σαν το ‘ριξε η μάνα του μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Μιας κι ήταν βαφτιστήρι της άνοιξε του παιδιού, να μην την παρεξηγήσει κιόλας η μάνα του. Ειδ’ άλλως όρεξη για χαιρετούρες και τραταρίσματα δεν είχε μέσα στις σκοτούρες και τον καημό της…
– Χρόνια πολλά!
– Χρόνια πολλά, καλέ!
– Έι, ανοίχτε! Χρόνια πολλά είπαμε!
Οι φωνές των παιδιών τραγουδιστές, κάπου-κάπου στριγγλιάρες, μα πάντα ζωντανές και όμορφες, αχολογάγαν στις γειτονιές μαζί με το ντράγκα-ντρούγκα που κάναν τα λεφτά στις τσέπες τους, έτσι καθώς ανεβοκατέβαιναν με μεγάλα πηδήματα σκάλες και καλντερίμια.
Έπαιρνε να χαράζει κι οι παιδικές φιγούρες ξεχωρίζαν καθαρότερα μέσα στα διπλά πανωφόρια, τα σκουφιά και τις λασπωμένες γαλότσες. Πέρα στα περιβόλια, μπροστά στου άι-Δημήτρη το εικονοστάσι, η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας είχε αρπάξει απ’ το μαλλί τη Νικολέττα του Μπαχαλόγιαννη και κόντευε να την μαδήσει γιατί δεν τα βρίσκαν οι δυό τους στη μοιρασιά.
– Οι τρεις δραμές της νουνάς μου είναι δικές μου, να σκάσεις μωρή! Δική μου νουνά δεν είναι η Μαριγούλα;
Πεισμωμένη χτυπιόταν σηκώνοντας το ξεχειλωμένο σκουφί που της έπεφτε στα μάτια, γιομάτη γρατζουνιές και μύξες απ’ τα κλάματα η Νικολέττα.
– Και το δίφραγκο του μπάρμπα μου του Πανάγου γιατί το μοιράσαμε, μωρή; Τον έχουμε μισακόνε; Επέμενε να την ξεμαλλιάζει, αναψοκοκκινισμένη, η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας.
Και πάνω στον καυγά, τα κλάματα και την επιμονή της Νικολέττας να κρατήσει ολόκληρες τις τρεις δραχμές της νουνάς της χωρίς να δώκει στη Δημητρούλα μερτικό, πέσαν από την τσέπη του ντρίλλινου πανωφοριού της και σκόρπισαν με το ανάλογο ντράγκα-ντρούγκα κατά γης μια χούφτα φράγκα, πενηνταράκια και δυο-τρία δίφραγκα.
Τα παιδιά που απ’ την αρχή παρακολουθούσαν τριγύρω τον καυγά, πέσανε τότε με τα μούτρα στον χαλικόδρομο κι αρπάζοντας ο,τι το καθ’ ένα πρόλαβε από των κοριτσιών τα κέρδητα, βάλθηκαν να χαθούν σαν αστραπή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Τότε η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας κι η Νικολέττα του Μπαχαλόγιαννη ξεχάσαν μονομιάς και τη μοιρασιά και τα μαλλιοτραβήγματα, μπροστά στον κίνδυνο να χάσει η κάθε μια, όχι μονάχα το μισό από τις τρεις δραχμές της νουνάς, αλλά τα κέρδη από τα φετινά κάλαντα ολόκληρα.
Βάλθηκαν έτσι κι οι δυό τους τώρα να πετροβολάν και να παίρνουν στο κυνήγι βρίζοντας τα παιδιά, που με τις χούφτες σφιγμένες ανεβοκατέβαιναν πέρα δώθε σοκκάκια και καλντερίμια, να περισώσουν ο,τι προλάβουν από τα φράγκα και τα πενηνταράκια που μεσ’ από τα χέρια τους χάσανε. Αλλά θα το λέγαν και στις μανάδες τους αυτές όχι θα τους αφήναν έτσι, νομίσανε!
Με το χάραμα είχανε ξεμπερδέψει με τις ετοιμασίες οι νοικοκυράδες. Ζύμωμα, πλάσιμο -το φούρνισμα αργότερα-, σφάξιμο και μάδημα της γαλοπούλας.
Ξημερώνοντας θα ήσαν όλα έτοιμα, στην πέννα. Έπρεπε να ‘ναι κι η νοικοκυρά εύκαιρη, να μεταλάβει. Κι από την εκκλησία τρεχάτη να γυρίσει πίσω να ρίξει στο καυτό λάδι το τηγανόψωμο, να ζεστάνει το πετιμέζι, να το βρουν έτοιμο τα παιδιά, ξεροτηγανισμένο, σαν θα γυρίζαν απ’ τη μεταλαβιά, ξελιγωμένα από τη νηστεία των ημερών κι από το ολονύχτιο πέρα-δώθε για τα κάλαντα.
– Το ‘σφαξες το γαλί, μωρή;
– Τώωωωωρα! Με το που έσκασ’ ο ήλιος το ’χα κιόλας κουμανταρισμένο! Να το ξεκοιλιάσω θέλω μοναχά. Ένα θερίο πράμα, αδερφούλα μου, δε σηκώνεται. Το βαλα στην πελάτζα, εφτάμιση οκάδες έδειξε!
– Κι εμένανε το ίδιο, κουτσούμπι κι ας ήτανε γαλοπούλα. Δεν τη μάδησα ακόμα, τώρα βράζω το θερμό, ζύμωσα το πρωί και κατυστέρησα. Αλλά δεν είχα και πούθε να κάμω απ’ τα παιδιά, δεν είχανε αμποδιμούς τα ξεπουντουλωμένα. Από τη νύχτα που σηκώθηκα για το ζύμωμα, πιλαλάγανε τι λογά τα καντερίμια. Καρτεράου να φουσκώσει το ψωμί, να το φουρνίσω κι αργοτερούλια να καταπιαστώ με τη γαλοπούλα.
– Βάλτου και το μαγγάλι με θράκα κατ’ από το τραπέζι ωρή, θα γένει το ψωμί γληγορότερα.
– Το ‘χω βαλμένο! Τι αμαρτία, θα φουσκώσει!
– Θέλω να πα’ να μεταλάβω κιόλας ωρή, με το στανιό εψές κατάφερα να ξομολοηθώ. Πήγα στην άλλη ενορία, στον παπα-Πέτρο, αλλά κι εκεί πολύς ο κόσμος. Σάματις είχα τα κρίματα εγώ!… Τώρα να ιδώ πότε θα ξεμπερδέψω. Μίνια καμπάνα δεν εβάρεσε;
– Κάμε τη χρεία σου, νωρίς είν’ ακόμα. Με την τρίτη καμπάνα θα σου βάλω φωνή, παρέα θα πάμε, να ‘σαι αλλαγμένη μοναχά την ώρα κείνη. Σήμερα θ’ αργήσει η σκόλαση, τόσος κόσμος θα ‘ναι για μεταλαβιά, τι αμαρτία, θα προκάμουμε. Σαν γυρίσουμε μου δίνεις ένα χεράκι λιόκλαρα να κάψω το φούρνο, δεν έχω βλέπεις κι απ’ αλλού βοήθεια! Ένα χριστόψωμο έχω και δυό φρατζόλες ούλες κι ούλες, σιγά μην καθόμουνα να ξεπελαγιάσω, αλλά τι να ‘κανα!
Τούτες τις τελευταίες κουβέντες τις είπε χαμηλόφωνα η Μαρουδή του Τούντα, κάνοντας κι ανάλογη χειρονομία, κρυφοκοιτάζοντας κατά το παράθυρο του ίδιου του σπιτιού της.
Στην αποκεί μεριά του φράχτη η Κουτσαλέξαινα με κούνημα του κεφαλιού και σφιγμένο στόμα, έδειξε να συμμερίζεται της γειτόνισσάς της τον πόνο και βάλθηκε, ανασκουμπωμένη, να ξεκοιλιάσει τον τετράπαχο γάλο.
Θα γιορτάζανε με την πεθερά της Χριστούγεννα και τον κουνιάδο της τον ανύπαντρο, έτσι τα κανόνισε ο προκομμένος της.
Πάει δεν πάει μήνας που μιλήσαν, μετά τον καυγά για τη μοιρασιά, σαν πέθανε ο γέρος, ο πεθερός της κι ήθελε τώρα ο Κουτσαλέξης να τα ταιριάξει πάλι με τη μάνα και με τον αδερφό του. Ξέχασε όσα του σούρανε, η ίδια του η μάνα, λησμόνησε τις βρισιές και τις κατάρες για ένα φόρτωμα σανό πάρα πάνω που πήρε και ούτε τ’ ότι πήγε σώγαμπρος εκτιμήσανε, για να τους αφήκει ελεύτερο το πατρικό του.
Βέβαια έπεσε σε φαμελιά συσταζούμενη, δεν του φερθήκαν όπως άλλοι σε σώγαμπρο. Ξεσπιτωθήκαν για χάρη του γαμπρού τα πεθερικά του, στα γεράματα, γι’ αυτό εκείνος τους τίμαγε μα και η θυγατέρα τους παράπονο δεν είχε. Ε, ήτανε κομματάκι αράθυμος, μα έτσι χρωστάγανε να ‘ναι οι άντρες, και κείνη έτσι τον ήθελε. Μα τούτες τις μέρες είχε φαγωθεί να τα ταιριάξει με δαύτους, δεν τη ρώτησε βέβαια την Κουτσαλέξαινα, μονάχα απ’ έξω-απ’ έξω κάτι μισόλογα ξεστόμισε κείνος, μασημένες κουβέντες, αυτή δεν τόλμαγε ν’ αντιμιλήσει. Μόνο ετοιμαζόταν για τις γιορτάδες, μα με κρύα καρδιά. Σάμπως γινόταν να τα ξεχάσει!
Στη δική της αυλή η Μαρουδή η Τούνταινα, ανασκουμπωμένη, με τη μουσαμαδένια μπροστοποδιά της μπουγάδας και το φακιόλι σφιχτά στο κεφάλι της δεμένο, με μύτη, αυτιά και χέρια κατακόκκινα, ξυλιασμένα από την πρωινή παγωνιά, να σαρώνει τις αυλές και να λοξοκοιτάει πότε τη σφαγμένη και μες το αίμα κυλισμένη γαλοπούλα, δεμένη ακόμα στο παρμάκι της σκάλας και πότε με σφιγμένο στόμα κατά το παράθυρο της καλής της κάμαρης.
Πάνω από την κορυφή του βουνού της Ντάρντιζας είχε μισοφανεί ένας ήλιος ολόχρυσος. Με μιας η ομίχλη διαλύθηκε κι η πρωινή παγωνιά έπαιρνε τώρα να σπάει. Το νερό σε κακάβια, ντενεκέδια, σκάφες, αλλά και στις κουρούπες των πουλερικών λίγο-λίγο ξεπάγωνε.
Η πρωινή παγωνιά έπαιρνε να γλυκαίνει, καθώς ένας ήλιος, περίλαμπρος, έλουζε τα πάντα γύρω που λαμποκοπάγαν.
Τα κρύσταλλα στις λούμπες που ‘χανε τα παπιά της παπαδιάς καμωμένες στη γειτονιά, λειώναν λίγο-λίγο. Στο καλντερίμι γυναίκες και παιδιά καθαροντυμένα ανεβαίναν στον αη-Νικόλα να μεταλάβουνε στην πρωινή λειτουργία της παραμονής των Χριστουγέννων. Οι άντρες μεταλαβαίναν πρωί, πριν μπει ακόμα ο παπάς στη λειτουργία, με μετάληψη που είχε για τούτο μα και για την κακιά την ώρα φυλαγμένη, σταυροκοπιόσανται, τρώγαν το αντίδωρο και κατόπιν παίρναν το δρόμο για τις δουλειές της μέρας.
Η Γαρούφω η μοδίστρα ανέβαζε τραβολογώντας μετά από μάχη ολόκληρη, σκασμένο στο κλάμα, το στερνοπούλι της. Χρονιάρα μέρα το καταχέριασε για τα καλά σήμερα. Δεν ήθελε, το αχρόνιαγο, να φορέσει το καινούργιο πανωφόρι που του ‘χε ραμμένο. Ήταν από γυναικεία ζακέτα, κομμάτι που της έμεινε στα ραφτικά της Γαρούφως, και κείνο -που το άκουσε;- δε στεκότανε με κανέναν τρόπο να του το φορέσει. Πόσα του ‘ταξε, βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, βρε ποιός άλλος έχει τέτοιο, τίποτα. Του ‘δωκε και κείνη κατακεφαλιές με την ψυχή της. Τώρα το πήγαινε σηκωτό να μεταλάβει.
– Με χιλιοκόλασες, που να μη σώσεις πια, αχρόνιαγο! Μ’ έφαγες, που να σκάσεις, αντιπατέρα! Ω, ρε! Κουκί ήτανε κι έσκασε!
Έτσι μουρμούριζε σ’ όλο το δρόμο η Γαρούφω η μοδίστρα, πότε καλημερίζοντας και πότε σταυροκοπούμενη. Μα σε κάθε καινούργια αντίσταση του παιδιού, του άστραφτε κι άλλη κατραπακιά, δυνατότερη.
Η Κουτσολεϊμονιά σάρωνε το δρόμο μπροστά στο σπίτι της με φαγωμένη σαρωματιά, κουτσούμπι μοναχό, και περισσότερο έγδερνε παρά σκούπιζε το δρόμο που στο μέρος εκείνο ήταν χαλικόδρομος, παραπάνω ξεκίναγε το καλντερίμι, και καλημέριζε με πολυλογία ασταμάτητη τις γυναίκες που ανηφορίζαν για την εκκλησία.
Η πρωινή παγωνιά είχε γλυκάνει.
Ο Γιώργης του Μπουλαλά χτύπαγε τη δεύτερη καμπάνα, μα είχε συρτώσει από μέσα την πόρτα του καμπαναριού να μην ανέβει άλλο παιδί και μοιραστεί το χτύπημα της καμπάνας. Μάταια ο Μούστος του Σουρίδα, ο Γιώργης του Κωλοβερδή κι ο Κωστάκης του Αδαμάκου βροντάγαν με φωνές την πόρτα. Ο σύρτης ήταν γερός κι ο Γιώργης, δοσμένος ολόκληρος στο αριστοτεχνικό χτύπημα της καμπάνας, απ’ τις φωνές τους τίποτα δεν άκουγε.
Η Βγενιά ανέβαινε αργά-αργά τα σκαλοπάτια της εκκλησίας στηριγμένη στο μπαστούνι της. Με τ’ άλλο χέρι ακούμπαγε στη μάντρα, ενώ κουβέντιαζε δυνατά μοναχή της. Νόμιζες πως όσο αδυνατούσαν τ’ ασθενικά της πόδια, το κάλυπτε με το πάρα πάνω η γλώσσα της.
Τα παιδιά στο προαύλιο ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές και τα μάλωνε ο Κωσταντής ο επίτροπος. Κι ο Γιώργης ο Καρτσαγκούλιας ανέβαινε τραμπαλίζοντας πέρα-δώθε τα μακριά του πόδια και χασκογέλαγε μονάχος του παραξενεμένος που δεν τον πείραξαν ακόμα στο δρόμο τα παιδιά, με το μάτσο τα σμέρτα στη μασχάλη για να στολίσει η Φροσύνη η νεωκόρισσα την εικόνα της Γέννησης.
Στην εκκλησία ο παπα-Αντρέας μπήκε στην ακολουθία της παραμονής των Χριστουγέννων με τον Γιώργη τον Κοκόλα στο αριστερό αναλόγιο.
Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον
εν σπηλαίω έρχεται, αποτεκείν απορρήτως.
Χόρευε, η οικουμένη ακουτισθείσα
δόξασον μετά αγγέλων και των ποιμένων.
Από το δεξί ψαλτήρι ο Νάκης του Λαμπρούλια διάβαζε καμπανιστά τους ψαλμούς.
Κύριε ότι προς Σε κεκράξομαι όλην την ημέραν εύφρανον την ψυχήν του δούλου Σου, ότι προς Σε ήρα την ψυχήν μου. ότι Συ, Κύριε, Χριστός και επιεικής και πολυέλαιος πάσι τοις επικαλουμένοις Σε. Ενώτισαι, Κύριε, την προσευχήν μου και πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου. Εν ημέρα θλίψεώς μου εκέκραξα προς Σε, ότι επήκουσάς μου…
Κι ο Γιώργης ο Φαναράς, χωρίς την ποδιά του μαγαζιού, μα κουστουμαρισμένος και με το καινούργιο του μπαστούνι, κράταγε υπομονετικά το ίσο από το διπλανό στασίδι στον Γιώργη τον Κοκόλα που, γέρος πια, δεν τα καλοθυμότανε και τον διόρθωνε μεγαλοφώνως ο παπα-Αντρέας.
Εκείνος έκανε τότε ένα δυνατό άαααα και ξανάπαιρνε από την αρχή το κομμάτι που του κανοναρχούσε μέσα από το ιερό ο παπάς.
Ιδού καιρός ήγγικεν της σωτηρίας ημών.
Ευτρεπίζου σπήλαιον η Παρθένος ήγγικεν του τεκείν.
Βηθλεέμ, γη Ιούδα, τέρπου και αγάλλου
ότι εκ σου ανατέταλκεν ο Κύριος ημών…
Το βράδυ η αγορά πήχτρα στους καινουργιοφερμένους και τους μουσαφιραίους, ίδια όπως κάθε φορά στις εκλογές κι όπως το Μεγάλο Σαββάτο. Χαιρετούρες, καλοσωρίσματα, κεράσματα κι αστεία μα και γέλια δυνατά, από καρδιάς. Τα ούζα, με νηστίσιμο μεζέ, να πηγαινοέρχονται, μα η περιέργεια κι από τις δυό μεριές να μη λέει να καταλαγιάσει. Διηγήσεις και ιστορίες ατέλειωτες από τα παλιά, μα κι οι σημερινές του καθ’ ενός σκοτούρες.
Παραμονή του Χριστού απόψε! Μεγάλη μέρα, γιορτινή, χρονιάρα!
Τα σπίτια, φτωχικά και λουσάτα, δίπατα και χαμώγια, με τα παράθυρά τους ολόφωτα. Πίσω από το διάφανο, φρεσκοπλυμένο, κουρτινάκι διέκρινες ίσκιους ανήσυχους κι ακούραστους, τις νοικοκυρές να πηγαινοέρχονται ετοιμάζοντας και ταχτοποιώντας.
Τούτη την ώρα οι πολλές δουλειές ήσαν πια γινομένες. Απόμενε το βράσιμο της γαλοπούλας για να ‘ναι έτοιμη μετά την εκκλησία, τρώγαν νωρίς τα Χριστούγεννα μιας κι η λειτουργία σχόλαγε πρωί αφού ξεκίναγε νύχτα, καθώς και το σιδέρωμα των ρούχων. Κι έπρεπε όλοι να ναι φρεσκοσιδερωμένοι, ατσάκιγοι, και τα παπούτσια γυαλισμένα, χρυσές δουλειές απόψε οι λούστροι της αγοράς που περιμέναν έξω από τα καφενεία με τα κασελάκια τους. Τόσοι ξένοι θα ερχόσανται στο χωριό, τέτοια μέρα, αλλοίμονο!
Τα παιδιά κρυφοδοκιμάζανε τα γλυκά που περισσεύαν τούτες τις μέρες. Κι όλα, απ’ τις ατέλειωτες φροντίδες μέχρι τους μικροκαυγάδες για την ώρα του ξυπνήματος, για το φαΐ και του καθ’ ενός το ντύσιμο, όλα, μα όλα, με χαρά και γιορτινή διάθεση. Τέτοια μέρα μια φορά το χρόνο ξημέρωνε.
Στου Τούντα όμως το σπίτι φέτος τέτοια διάθεση δεν υπήρχε. Οι ετοιμασίες γίναν κατά πως έπρεπε, μα με κρύα καρδιά. Ο Νικολός ο Τούντας, σαν νοικοκύρης, έφερε στο σπίτι όλα τα απαραίτητα για να φκιαχτούν τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες κι ο,τι άλλο χρειαζόταν, τίποτα να μη λείψει στη φαμελιά του. Κι η Μαρουδή, με την έγνοια, το σαράκι, να την τρώει μέσα της, τα ‘φκιασε όλα παστρικά και νοικοκυρεμένα, όπως εκείνη ήξερε κι όπως ταίριαζε στις γιορτάδες. Όλα όμως τα ‘κανε με το στόμα σφιγμένο και το μάτι θολό, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγει την κακοσημαδιά στο σπίτι της.
Πέτρινο, δίπατο σπίτι. Το πατρικό της Μαρουδής. Μοναχοκόρη ήταν και, σαν συχωρεθήκαν οι δικοί της, φύγαν από του Νικολού το σπίτι που ‘ταν αδερφομοίρια, μπερδεμένα πράματα, κι ήρθαν στο πατρικό της που το ‘χαν ολάκερο δικό τους τώρα. Κι έτσι, αποφεύγοντας τα τσακώματα με του Νικολού τη συγγένεια, τα ‘χανε μ’ όλους καλά.
Μήγαρις και σπίτι; έλεγε η Μαρουδή. Μήτε σύγκριση με το δικό της. Χάρισμά τους λοιπόν.
Και με την Κουτσαλέξαινα γειτόνισσες από μικρές, μια πόρτα, λιγάκι μεγαλύτερη η Μαρουδή, πεντ’ έξι χρόνια, της μάθαινε μικρή το κέντημα και πως να κόβει χυλοπίτες. Περισσότερο σαν παιχνίδι το ‘βλεπε, μαζί με τα κουτσουνόρουμπα δηλαδή. Κι ύστερα της μάθαινε τα τραγούδια που λέγανε στο σχολείο, στην ωδική, κι ακόμα δυο στιχάκια κοριτσίστικα.
Ωραία μηλέα!
Πράσινα φύλλα, κόκκινα μήλα
πέφτουν εδώ στη μπουμπού…
Κι οι μανάδες τους αδερφικές φιλενάδες, γι’ αυτό τώρα είχανε τόσο σύνδεσμο τα σπίτια τους, ένα νοικοκυριό σχεδόν.
Απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, έφυγε νωρίς απ’ την αγορά ο Νικολός. Δεν είχε κέφι αυτός μήτε για χωρατά, μήτε για ούζα κι ιστορίες.
Θα γύριζε στο σπίτι να κρατήσει συντροφιά στη θυγατέρα του που περίμενε ανήμπορη στο κρεβάτι, γιατί η μάνα της θα ‘χε δουλειές άλλωστε η Αγνούλα στον πατέρα της είχε αδυναμία. Και κείνος το ίδιο, άλλο αν τόσα χρόνια δεν ήξερε πως να της το δείξει κι ούτε που χρειάστηκε δηλαδή. Ε, δε μπόρηγε και να σαλιαρίζει με το κορίτσι. Να τους πάρει το χωριό στην κοροϊδία, να τους πιάσουν οι κουσκουσούρες στο στόμα τους!
Και μόλις έφτανε, αμέσως θα ψαχούλευε πέρα-δώθε το κουμπί στο ραδιόφωνο με το κλαρωτό κάλυμμα μέχρι να βρει σταθμό που να μεταδίδει τα κάλαντα από διάφορους τόπους και Χριστουγεννιάτικές ιστορίες, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα κι όπως τότε που το ‘χανε πρωτοπάρει κι όλο τον ρώταγε, μικρή αυτή, πως χωράγαν μέσα σε κείνο το κουτάκι τόσοι άνθρωποι να κουβεντιάζουνε, να παίζουνε τα βιολιά και να τραγουδάνε και κείνος δεν ήξερε να της απαντήσει. Γέλαγαν με την καρδιά τους κι η Μαρουδή κάθε απόγιομα που έβανε να λιβανίσει σαν άναβε το καντήλι, θυμιάτιζε στα κλεφτά καλού-κακού και το ράδιο, να ξορκίσει του οξαποδώ τα καμώματα.
Τούτο θα της θύμιζε απόψε και θα γελάγαν!
Θα γελάγαν, όχι γιατί είχε καμιά όρεξη για χάχανα ο Νικολός ο Τούντας, μα γιατί έτσι έπρεπε, έτσι ο γιατρός τους είχε παραγγείλει. Και τα κατάφερνε γιατ’ ήταν άντρας αυτός, έκανε πέτρα την καρδιά, ας τον έτρωγε το μαράζι. Όχι σαν τη Μαρουδή που την παίρναν συχνά τα κλάματα μπροστά στο κορίτσι και τότε τσακιζόταν να φύγει, τάχα το φαΐ θα άρπαζε στον τέντζερη, τάχα η γειτόνισσα η Κουτσαλέξαινα τη φώναζε στην αυλόπορτα.
Φέτος το Μάρτη το κορίτσι έκλεινε τα δεκαεννιά. Κι όπως ήταν μοναχοκόρη, καλοπροικισμένη και ζηλευτή, τα προξενιά δίναν και παίρναν από τα δεκαπέντε της. Όμως δε θέλαν οι γονέοι της να το σκλαβώσουν από τώρα το κορίτσι, δεν είχαν κι άλλο. Να τους φύγει μεσ’ από τα χέρια τους πρωτού καλά-καλά ξεκόψει, που λέει ο λόγος, απ’ το ρογοβύζι; Κι η ίδια δεν ήθελε! Αφού ακόμα τα κουτσουνόρουμπα και τ’ άλλα της παιχνίδια δεν τα ’χανε πετάξει. Α, μπα! Ήταν νωρίς!
Όμως καιρό τώρα έβλεπε η Μαρουδή πως χλώμιαινε, έλειωνε λίγο-λίγο σαν το κερί το κορίτσι κι όλο πιο ανόρεχτη γινότανε.
Το βράδυ, στο κρεβάτι, το κουβέντιασε με τον Νικολό κι είπανε πως θα ‘ταν της ηλικίας, της αγάπης καμώματα, ε πια καιρός της. Ξέχασε κείνη τα δικά της, της έλεγε ο Νικολός. Από τη μύτη πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει, της σιγοτραγούδαγε για να την πειράξει.
Και συμφωνήσαν να την ξεμοναχιάσει και, με το καλό, να την ξομολογήσει η μάνα της. Δε σκοπεύαν αυτοί να το κακοκαρδίσουν το παιδί τους, που ένα το είχαν, το καμάρι τους. Όποιον ήθελε, χαρά τους να τόνε πάρει, αρκεί να την αγάπαγε και κείνος. Για το χατήρι της και σώγαμπρο θα μπάζαν στο σπίτι, ας μην είχε δεύτερο παντελόνι. Είχαν εκείνοι.
Αρκεί να βλέπανε το κορίτσι χαρούμενο. Άλλωστε της Αγνούλας της είχαν εμπιστοσύνη, γιατί μέχρι τώρα στο παραμικρό δεν τους κακοκάρδισε. Με την ευχή τους λοιπόν, έτσι συμφωνήσαν εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι κρυφοκουβεντιάζοντας κάτω από την κουνουπιέρα και γυρίσαν πλευρό να τους πάρει ο ύπνος ευτυχισμένους, κάνοντας όνειρα. Πρώτα θα καμαρώναν νύφη τη μονάκριβή τους, το καλύτερο νυφικό θα της παίρναν, το ακριβότερο, να δείξει η ασπράδα του προσώπου της κι η ομορφιά της, να σκάγαν κάτι κακούργες ψυχές, Σαββατογεννημένες, που καλή κουβέντα δε χρωστάγαν να ειπούν.
Κι ύστερα εγγονάκια πολλά, να χοροπηδάνε, να ξεσηκώνουν τον κόσμο, να τους παίρνουν τα μυαλά με τις φωνές, τα χάχανα και τα παιχνίδια, που θα ‘ναι γέροι αυτοί και θα ζαλίζονται εύκολα!
Μα αλλιώτικα λογαριάζαν τα μελλούμενα κι αλλιώς εκείνα ήρθανε.
Το άλλο πρωί η Αγνούλα, μετά από έναν μακρύ και άγριο βήχα, πολύ πιο άγριο και βασανιστικό από εκείνον που την ταλαιπωρούσε τελευταία και το έκρυβε με χίλιες δυό δικαιολογίες, έφτυσε αίμα!…
Το ίδιο βράδυ με το νυχτερινό τραίνο την πήρε στην Αθήνα ο πατέρας της για τους γιατρούς και τα νοσοκομεία. Κι άφησαν μονάχη πίσω τη Μαρουδή να σκίζει τα μάγουλα και τα ρούχα της, να πληγιάζει τα πόδια της στις προσευχές και τις μετάνοιες, να δέρνεται και να συρομαδιέται.
Μέσα σε τέσσερις μήνες σκέβρωσε, καμπούριασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά της. Πήγαινε να χάσει τα λογικά της, να της σαλέψει κόντεψε. Για δουλειές και χτήματα μυαλό δεν είχε, παρά με μια μπουκιά ξερό ψωμί δερνόταν καθημερινά στα ξωκκλήσια αφιερώνοντας ο,τι της βρισκότανε και τάζοντας πολύ περισσότερα, καίγοντας λαμπάδες στου κοριτσιού το μπόι κι ανάβοντας καντήλια με στερεμένα από δάκρυα τα μάτια. Και τις νύχτες, εκείνες τις αξημέρωτες νύχτες της μητρικής αγωνίας, να φωτιέται, άυπνη, με παρακαλετό ατέλειωτο.
Φεύγοντας με το κορίτσι ο Νικολός, πήρε μαζί του και ο,τι λεφτά τους βρίσκονταν.
Σε λίγες μέρες η Μαρουδή πούλησε τον αργαλειό, τα μύγδαλα της χρονιάς, τη γαϊδούρα με το σαμάρι μαζί και του τα ‘στειλε μ’ έναν μπόγο ρούχα κι άλλα χρειαζούμενα, κλείνοντας ανάμεσά τους τη λαχτάρα και την αγωνία της.
Για τούτο οι φετινές γιορτές των Χριστουγέννων σε τίποτα δε μοιάζαν με άλλες για τη Μαρουδή. Γιορτές αγλύκαντες, φαρμακωμένες.
Από την κουζίνα άκουγε μέσα στην καλή την κάμαρη τα ξερόγελα του Νικολού καθώς διηγόταν χίλια-δυό στο κορίτσι που τον άκουγε ανόρεχτα, και κούναγε το κεφάλι κοιτάζοντας χαμηλά στο παραγώνι τη χόβολη, σφίγγοντας το στόμα η Μαρουδή.
Όπως έριξε νερό στη γαλοπούλα που έβραζε στον μεγάλο τέτζερη πάνω στην πυρωστιά με τη φούρλα, απόμεινε με το μπρίκι στο χέρι καθισμένη στο σκαμνί, πότε ν’ αφαιρείται χωρίς να σκέφτεται τίποτα και πότε να συγκρίνει τις φετινές γιορτές με άλλες, παλαιότερες. Και ξαφνικά χωρίς η ίδια να καταλάβει πως, τα χείλια της τα φαρμακωμένα ψελλίσαν, χωρίς να βγαίνει φωνή, μοιρολόι παλιό, ξεχασμένο…
Λάλα το αηδόνι, λάλα το,
σ’ όλα τα περιβόλια
και στο δικόνε μου μπαξέ
πουλί μου μη λαλήσεις,
γιατί έχω κόρη άρρωστη,
βαρειά, για να…
Κακό που το ‘παθε! Τι ξεστόμισε η μαυρισμένη; Πως βγήκε από το έρμο της στόμα τέτοια βαρειά κουβέντα, ασήκωτη; Φτου φτου φτου! Διάολε γυβεντισμένε! έφτυσε τρεις φορές τον κόρφο της για την κακοσημαδιά κι απόδιωξε κάθε σκέψη κακιά από το μυαλό της, ψάχνοντας για την ελπίδα στα λόγια των γιατρών και τις ευχές συγγενών και γειτόνων.
Αμέσως πετάχτηκε πάνω, έσφιξε το φακιόλι στ’ αχτένιστα μαλλιά της -που καιρός για χτενίσματα και λούσα- έλυσε τη μπροστοποδιά και μπήκε, φουριόζα, με χασκόγελα στην καλή κάμαρη να εξιστορήσει στην Αγνούλα της και στο Νικολό το πως μιλήσανε το πρωί στην εκκλησία, πριν τη μεταλαβιά, η Κουτσαλέξαινα με την πεθερά της.
Ταχιά θα κάμουν αντάμα Χριστούγεννα, με το στανιό η Κουτσαλέξαινα, μα τι να ‘κανε. Κι αν δεν επέμενε ο παπα-Αντρέας στην ξομολόγηση να τους τα ταιριάξει, μήτε που θα ‘θελε να την ιδεί στα μάτια της τη σκατόγρια, έτσι την έλεγε, μετά από όσα της είχε καμωμένα.
Της έφερε στην κούπα ζουμί από τη γαλοπούλα που έβραζε της Αγνούλας η μάνα της, με μπόλικο λεϊμόνι, να στηλωθεί το παιδί. Αργότερα θα έτρωγε για να πιει και τα χάπια της, με τους δυό γονέους να την παραστέκουν και να την παρακαλάν να κατεβάσει ακόμα δυό μπουκίτσες, όπως τότε που ήταν μικρή και την κυνηγάγαν με το πιάτο στη γειτονιά, να δυναμώσει το καμάρι τους, η ακριβή τους, που εκείνοι άλλο στον κόσμο δεν είχαν μήτε φροντίδα και έγνοια καμιά.
Απ’ έξω πατήματα και κουβέντες ηχούσαν στο καλντερίμι, μαζί με κανέν’ αλύχτισμα σκυλιού. Θα πέφταν για ύπνο νωρίς απόψε, να ξυπνήσουν πρωί, αχάραγο, να ντυθούν τα γιορτινά και, οικογενειακώς, ν ανηφορίσουν για την εκκλησία στην πρωινή λειτουργία της Γέννησης.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη. Τα φρεσκοασβεστωμένα πεζούλια κι οι μαντρότοιχοι ξεχωρίζαν, πεντακάθαρα, στο σκοτάδι. Μα άλλο τίποτα δεν έβλεπες. Κανένα σκυλί μονάχα ακουγόταν ν’ αλυχτάει πότε-πότε κι άλλοτε, μαζί με τα κοκόρια, κανένα ξεμανταλωμένο παραθυρόφυλλο να χτυπάει πέρα-δώθε στο φύσημα του γραίου.
Το κλαψοπούλι που έκρωξε πεντ’ έξι φορές πέρα κατά του Τσελάμπρου τη βρύση, το άκουσε στον ύπνο της η Κουτσαλέξαινα.
Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές ανακαθισμένη στο κρεβάτι με το φόβο μπας και ξυπνήσει τον νοικοκύρη της που ροχάλιζε δυνατά, έφτυσε τον κόρφο της πάλι τρεις φορές, κούνησε άλλες τόσες το κεφάλι με σφιγμένο στόμα κι αφού σηκώθηκε, ακροπατώντας, να ιδεί μην ξεσκεπάστηκαν τα παιδιά, τα δυό μικρά περισσότερο που κοιμόσανται μαζί κι όλο τρωγόσανται σαν τα κοκόρια, ξαναγύρισε να πέσει στα ρούχα, αναστατωμένη.
Η εκκλησία ολόφωτη, ντυμένη τα γιορτινά της για τη μεγάλη μέρα. Καινούργια απλάδια στρωμένα, δανεισμένα από την προίκα κοριτσιών ανύπαντρων, για να ‘ρθουν σύντομα οι χαρές τους, και λευκές κορδέλες δεμένες παντού.
Η φαρδιά θολωτή ξύλινη πόρτα με τα πολύχρωμα τζαμάκια, κάτω από το καλλιγραφημένο «Αύτη η Πύλη του ουρανού…», άνοιγε κάθε τόσο να μπαίνουν οι ενορίτες και την έκλεινε βιαστικά ο Κώστας ο Σκαρτσής, ο επίτροπος, που στεκόταν στο παγκάρι με τον πρόεδρο της Κοινότητας και τον άλλο επίτροπο τον Φώτη τον Λιαρίτση για να μοιράζουν στον κόσμο τα κεριά και τις λαμπάδες, να κάνουν που και που κανένα δυνατό σσσσσσστ, σαν χρειαζόταν.
Η εικόνα της Γέννησης, ομορφοστολισμένη, όλο χρυσάνθεμα και γιασεμιά καρφωμένα στο στεφάνι από σμέρτα που την τύλιγε, πάνω στον ξύλινο σκαλιστό της θρόνο, λαμποκόπαγε στη φλόγα των κεριών που κρατάγαν τα δυό μανουάλια και φωτίζαν τις αμέτρητες θαμπάδες πάνω στο τζάμι απ’ τά φιλήματα.
Όλα καθαρά και ταχτοποιημένα. Κι όλα να μυρίζουν λιβάνι αγιορείτικο και δροσερά χειμωνιάτικα λουλούδια.
Η Φροσύνη η νεωκόρισσα πηγαινοερχόταν, να σβήνει κεριά, να δίνει καρέκλες σε γκαστρωμένες, άρρωστους, ηλικιωμένους, και πότε-πότε μέχρι την πόρτα του ιερού για ν’ αποπάρει τα παιδιά που, γύρω στο μαγγάλι που έκαιγε για ζεστασιά αλλά και για του θυμιατού τις ανάγκες, ξεμασκλίζαν ένα πρόσφορο που τους είχε ο παπάς δομένο.
Τα μάλωνε η Φροσύνη γιατί της γιομίζαν τ’ απλάδια ψίχουλα και ποιός τα τίναζε μετά, καθώς και γιατί μαλώναν συνέχεια μεταξύ τους κι όπως ο παπάς δεν τους μίλαγε φτάναν έξω στο εκκλησίασμα οι αγριοφωνάρες τους.
Εκείνα, μες στα παιχνίδια και τα τσακώματα, είχαν το νου τους και κοιτάγαν κάθε τόσο από την πόρτα να ιδούν μπας κι έρχεται ο Κωσταντής ο Τσουκάλας, ο επίτροπος, γιατί μονάχα εκείνον φοβόσανται επειδή τους άστραφτε από ένα σκαμπίλι και μετά τα έβγανε από τ’ αυτί έξω στον κόσμο και τα ντρόπιαζε. Στο σκόλασμα άκουγε απ’ τις μανάδες, και τι δεν άκουγε!
Όλοι καθαροί, ντυμένοι τα γιορτινά τους! Παρ’ όλο το τσουχτερό κρύο και τον αέρα που δερνόταν έξω, γλυκειά ζεστασιά απλωνόταν στην εκκλησία.
Τι θαυμάζεις Μαριάμ, τι εκθαμβείσθε το εκ Σου…, έψελνε ο Νίκος ο Σπυράκης από το δεξιό αναλόγιο. Κι ο Γιώργης ο Κοκόλας, καθαροντυμένος και φρεσκοξυρισμένος, όλο κοψίματα, σήμερα ευτυχώς ήρθε ξεμέθυστος είπε το πρωί ο παπάς στον πρόεδρο τον Μέλτη τον Φραγκαλέξη που ήταν κι επίτροπος στην εκκλησία, συνέχιζε όχι μόνο με τη φωνή μα και με τα χέρια του, εκφραστικότατα, μελωδώντας στον ύμνο.
Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός
ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ,
μετά των μάγων ανατολή των Βασιλέων.
άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί
ποιμένες αγραυλούσιν ωδήν επάξιον.
Δόξα εν υψίστοις λέγοντες,
τω σήμερον εν Σπηλαίω τεχθέντι
εκ της Παρθένου και Θεοτόκου
εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Σε λίγο τέλειωνε η ακολουθία των Ωρών, μπαίνανε πια στη λειτουργία. Ο παπα-Αντρέας έβγαινε τώρα για τη Μικρά Είσοδο με το Ευαγγέλιο ψηλά σηκωμένο, με τα καινούργια του χρυσοκόκκινα άμφια φρεσκοσιδερωμένα -στην πέννα τον είχε η παπαδιά- και τα παιδιά να προπορεύονται με τις λευκές ποδιές και τις τόρτσες με λευκό κερί και κολλαριστές κορδέλες, όλα τα είχε στην εντέλεια ετοιμασμένα η Φροσύνη η νεωκόρισσα.
Ο Γιάννης του Πέτρου του Κόλβερη, θυμωμένος με την Αθηνά, νεωκόρισσα της άλλης ενορίας, που τον είχε μαλωμένο για διάφορα που έκανε στο ιερό, ερχόταν στον αϊ-Νικόλα τώρα και κρατάγαν με τον Δημητράκη του παπά τις λαμπάδες, καμιά φορά τσακωνόσανται κιόλας για το θυμιατό όπως και τα απογεύματα σαν παίζαν οι δυό τους τους παπάδες στη γειτονιά κι αρπαζόσανται για το ποιος θα κάμει τον Δεσπότη και ποιος τον Πρωτοσύγκελο.
Μάλιστα στην εκκλησία κρύβαν τις ποδιές από το βράδυ πίσω από τις παλιές εικόνες του ιερού για να μην προλάβουν το πρωί τ’ άλλα παιδιά και τις φορέσουν.
Μόλις σχόλασε η εκκλησία, η Κουτσαλέξαινα, χαιρετώντας με ευχές ανάλογες κατά την περίσταση τις ενορίτισσες που βγαίνανε μία-μία με το αντίδωρο στο χέρι, περίμενε στην πόρτα τη γειτόνισσά της τη Μαρουδή την Τούνταινα να κατέβει απ’ τον γυναικωνίτη, εκεί είχε τη θέση της. Χαιρέτισε έτσι μ’ ευχές και καλοτυχίσματα τις γυναίκες, μα, όσο κι αν καρτέρεσε, η Μαρουδή πουθενά δεν φάνηκε. Ανέβηκε στο γυναικωνίτη να ιδεί μπας κι έχει πιασμένη την κουβέντα, την είχε τούτη τη συνήθεια η φιλενάδα της, μα τίποτα.
Ανήσυχη τότε η Κουτσαλέξαινα γιατί αποβραδίς αλλιώτικα τα ‘χανε μιλημένα, πήρε να κατεβαίνει βιαστική το καλντερίμι διπλώνοντας σφιχτά στο κορμί της το λούτρινο πανωφόρι, το νυφικό της δηλαδή γιατί που λεφτά τώρα πια με τις ανάγκες των παιδιών. Τούτο της πήρε ο νοικοκύρης της τον πρώτο καιρό του γάμου, μάλλον δώρο στον αρρεβώνα, και λύσσαξε η σκατόγρια η πεθερά της. Να μην το χαρεί, που τήνε πήραμε ξεβράκωτη! Τα ‘ξερε κι από τη μάνα της; η ξελιγωμένη, τέτοια. Που να μη χαρεί τη μέρα που ξημέρωνε, η φαρμακόγλωσσα, η αχώνευτη, που του αγγέλου της δεν έδινε νερό!
Τα παιδιά της, κοίταξε γύρω, θα ‘χανε φύγει μπροστά, μοναχά τους κουτρουβαλώντας το καλντερίμι. ώρες ήταν να της κάναν στο σπίτι ζημιά, δεν ήταν η πρώτη τους, για να ‘βρισκε πάτημα η σκατόγρια να ‘λεγε και να μην έσωνε πως έτσι τα ‘χε η μάνα τους μαθημένα!
Είχε έγνοια η Κουτσαλέξαινα να τα ετοιμάσει όλα νοικοκυρεμένα και με γούστο, να ‘χει το κάθε τι στη θέση του, να μην τη βρει σε σφάλμα η κουσκουσούρα η πεθερά της που θα ερχόταν σαν σκόλαγε η άλλη ενορία και γύρευε πάτημα για να ‘χει να λέει, Που να την κάψει αστραπή.
Μπορεί να της έφερνε μια πιατέλα μελομακάρονα, απ’ τα δικά της, μα θα τα πέταγε στις κότες αυτή, σιγά μην άφηνε τα παιδιά να φάνε από της φαρμάκως, της ασυνάστρεφτης. Άλλωστε και κείνα από μοναχά τους σιχαίνονταν και κορόιδευαν τα γλυκά της γιαγιάς τους, σκυλόσκατα τα λέγανε, το ‘χαν από τη μάνα τους ακουσμένο κι άιντε να τους το κόψει μετά, μην το αρπάξει μονάχα τ’ αυτί του Κουτσαλέξη και βρει το μπελά της που αναγέλαγε τη μάνα του.
Είχε ν’ αποβράσει τον γάλο, δυό χόχλους ακόμα τους ήθελε, ν’ ανάψει τη φωτιά στο παραγώνι για ζεστασιά, να ‘χει και το νου της στα παιδιά μην αρπαχτούν με το παραμικρό κατά που το συνήθιζαν σαν πάταγε ξένος το κατώφλι τους κι έβρισκε αφορμή η σκατόγρια να την ειπεί τη φαρμακερή κουβέντα, είχε και την έγνοια της σούπας, να καθαρίσει το ρύζι. Απ’ το καλό θα ‘βανε. Καρολίνα.
Θα χτύπαγε καλά τ’ αυγά με το σύρμα να φουσκώσουνε, τέσσερα θα ‘βανε για να γίνει κατακίτρινη η σούπα και παχειά-παχειά με μπόλικο λεϊμόνι, που τέτοια η γρια-πισσερή δεν θα ‘χε ποτέ της φαγωμένη. Τα ‘ξερε η Κουτσαλέξαινα τα νερομπούρμπουλα που μαγέρευε η πεθερά της.
Έτσι να ξεστραβωθεί, να ιδεί σε τι χέρια έπεσε ο γιόκας της.
Όχι τίποτ’ άλλο δηλαδή, αλλά να της μπει στο μάτι ήθελε, να της βουλώσει το στόμα, που φάουσα κακιά να τήνε φάει, να πα’ να χαθεί. Μωρέ θα την έκανε σήμερα η Κουτσαλέξαινα να πάει σκαστή Η σκατόγρια, η αγέλαστη, η ασυνάστρεφτη!
Φτάνοντας βιαστική στην εμπατή της, διπλωμένη στο λούτρινο πανωφόρι, το νυφικό της, με μιας τη ζώσαν τα φίδια. Ώσπου να κατέβει το καλντερίμι τούτη η έγνοια τη γυρόφερνε κι ας απόφευγε να βάλει το κακό με το νου της.
Εκείνο το κρώξιμο που έκαμε όλη νύχτα στα χαλάσματα της γειτονιάς το κλαψοπούλι, καθόλου δεν της άρεσε.
Του Τούντα το σπίτι σφαλισμένο, θεόκλειστο. Του Τούντα λέγανε, μα στ’ όνομα της Μαρουδής ήταν γραμμένο. Προικώον. Πόρτες, παράθυρα, αυλόπορτα, κλειδωμένα κι αμπαρωμένα. Άνθρωπος πουθενά. Τη νύχτα το κορίτσι έφτυσε πάλι αίμα. Φύγαν ολονυχτίς κι οι τρεις για την Αθήνα.
Η Μαρουδή άφηκε τα κλειδιά και παραγγελία στην Κουτσαλέξαινα με τη Γαρούφω τη μοδίστρα, Να τηράει το σπίτι και να ταΐζει τα πουλερικά, άμα έβρισκε ευκαιρία. Στο κατώι είχε αφημένα τα χρειαζούμενα. Και το κλειδί στη ρέχτη της χαμοκέλλας. Αν ευκολυνόταν ας τα γνοιαζότανε, της παρήγγελνε. Ειδ’ άλλως εδεκεί να ρημάζανε, τίποτα όρθιο να μην έμενε!
Γιατί μήτε στιγμή δε σκέφτηκε η Μαρουδή, τούτη τη φορά να μείνει πίσω.
(1987)
Το διήγημα αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ. Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» και «Χάρτινα φιλιά».
Δημήτρης Χίλιος
Σπετσών 110
T.K. 113-62
210 8812035
210 7235937-8
6972186486
[email protected]
Τα δικαιώματα του διηγήματος αυτού, ανήκουν στον κ. Δημήτρη Χίλιο. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993, διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).