Κάποιο πρωί ξυπνάμε. Η φαντασία μας γεμάτη φλόγα. Και ξεκινάμε για κείνο το ταξίδι. Γεμάτοι πόθους στη καρδιά και έχθρες που μαραζώνουν. Για κείνο το ταξίδι. Με τη ψυχή μας στο άπειρο. Αφήνουμε τα κύματα να μας οδηγήσουν σε θάλασσες τρανές. Πού οδηγούν άραγε; Ο καθένας μας με το λίκνο της ζωής του. Όλοι μας πνιγήκαμε στα μάτια αυτών που αγαπήσαμε. Όλοι μας φοβηθήκαμε τη Κίρκη. Ακολουθήσαμε το φως από το άπειρο, τους ουρανούς κόκκινους σα τη φωτιά. Σιγά-σιγά λιώνουνε στα χείλη μας τα ίχνη από τα φιλιά. Και ξεκινάμε για κείνο το ταξίδι. Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν για να φύγουν. Ελαφριές καρδιές, καθώς το μοιραίο τους ποτέ δε το αποφεύγουν. Χωρίς να ξέρουν το γιατί; Μια λέξη λένε: Εμπρός. Για κείνο το ταξίδι. Αν είναι νά ‘ρθει θε να ‘ρθεί. Δεν ωφελεί να καρτεράμε. Αν είναι νά ‘ρθει θε να ‘ρθεί, δίχως να νοιώσεις από που. Πίσω σου. Εμπρός σου. Με την αγκαλιά της θα σου κλείσει τα μάτια, που κουραστήκαν στους δρόμους να κοιτάνε. Κι όταν σε ρωτήσει: ποια είμαι εγώ. Από της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια είναι. Και τότε θα συνειδητοποιήσεις εκείνο το πρωί, για ποιο ταξίδι ξεκίνησες.
Ευχαριστούμε πολύ τον καθηγητή κοινωνιολογίας και ψυχολογίας κ. Δεμιτσάνη, που μας έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσουμε το παραπάνω έργο του.