Ο μεταπολεμικός πολιτισμός μπορεί να ονομασθεί πολιτισμός του βρακιού, που διαδέχεται ένα πολιτισμό των πτυχώσεων. Το πράγμα ομιλεί μόνο του παντού και προπαντός εδώ στην Ελλάδα. Η πιο αισθητή μεταβολή στον τόπο μας δεν είναι η εξαφάνιση της φουστανέλας; Την αντικατέστησε το πεζό και οικονομικό βρακί. Η άσπρη “μπουραζάνα”, με την οποία κατεβαίνουν στην Αθήνα οι Σαρακατσαναίοι των βουνών της Αττικής, ενώ ήταν όλοι γραφικοί φουστανελάδες, ως το 1918, και το ακόμη πεζότερο πανταλόνι, μέσα στο οποίο έθαψε τα λυγίσματά του και τα ανεμίσματά του ο λαός της Ρούμελης, είναι γενικό πλέον φαινόμενο. Κι εδώ η αιωνία επάνοδος. Το πανταλόνι είχε καταβροχθίσει τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Ήταν τότε η βράκα των Γαλατών, η bracca, το στενό και κολλητό ρούχο που έφαγε την τήβεννο των Ρωμαίων. Ο λόγος για τον οποίο έπεσε η μεγαλοπρεπής και πλαστική τήβεννος, ήταν επίσης οικονομικός. Οι ηττημένοι από την Ρώμη λαοί την βρήκαν ακριβή και δυσμεταχείριστη, ενώ η γαλατική μπράκκα ήταν φτηνή και εύκολη. Και όπως τότε ένας μεγαλοπρεπής πολιτισμός πτυχώσεων έφυγε, για να έρθει ένας πολιτισμός οικονομικής και ελάχιστα πρακτικής ενδυμασίας, το πεζό πανταλόνι, απεσύρθη και τώρα το άφθονο ύφασμα, η πτύχωση, το περιττό, για να έρθει το οικονομικό και το εύκολο – τουλάχιστον στους τσομπάνους μας – αν και δεν έγιναν διαφορετικά πράγματα στη γυναικεία μόδα της Ευρώπης. Αλλά περιορίζομαι στην τεραστία μας μεταβολή, την εξαφάνιση της φουστανέλλας. Ιστορικό γεγονός.
Μήπως ο Ιππόλυτος Ταιν (Hippolyte Taine) δεν επίστευε σοβαρώς ότι το πανταλόνι είναι το σοβαρότερο γεγονός της ιστορίας; “Ακραδάντως πιστεύω – γράφει ο φιλόσοφος – ότι η πιο μεγάλη ιστορική μεταβολή είναι η εμφάνιση του πανταλονιού. Το ρούχο αυτό φανερώνει το πέρασμα του κόσμου από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό στον νεώτερο. Δεν υπάρχει τίποτα τόσο δύσκολο, όσο να αλλάξει μια συνήθεια γενική και καθημερινή. Για να ξεντυθεί και να ντυθεί αλλιώς ο άνθρωπος, θα πει πως χάλασε και ξανάγινε καινούριος”. Αλήθεια. Δεν είναι ο ίδιος Έλληνας ο φουστανελάς και ο πανταλονάς! Ο πρώτος έζησε με τη Μεγάλη Ιδέα, ο δεύτερος έμαθε πως θα μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτή.
Ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός, σαν την εξαφάνιση της φουστανέλας, η οποία είναι και εμφάνιση της ανίας – διότι η μονοτονία και η ανία γεννήθηκαν την ημέρα που όλα ήταν ίδια, και η εισβολή του πανταλονιού στα χωριά είναι ό,τι χρειάζεται για να γίνουν όλα τα ίδια – ένα τέτοιο γεγονός μου δίνει αφορμή να μιλήσω για τον τελευταίο ίσως ελληνοράπτη του ελληνισμού Κώστα Γεωργούλα, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Έμεινε ένας. Και φοβούμαι πως είναι ο τελευταίος ελληνορράπτης κι ο τελευταίος φουστανελάς μαζί. Όταν, πέρυσι, παρουσιάστηκε η ανάγκη να σχεδιάσουμε τη στολή του Πρότυπου Τάγματος Ευζώνων, είχα την τύχη να συνεργαστώ με το σωζόμενο αυτό μνημείο του απελθόντος πολιτισμού των πτυχώσεων. Η συνεργασία μου με τον σεβαστό Γεωργούλα είχε και το αποτέλεσμα να μάθω μερικά πράγματα, όχι ασήμαντα, για την λαογραφία μας και για την λαϊκή τέχνη. Τρεις άνθρωποι χρειάζονται για να γίνει η ενδυμασία του φουστανελά (μιλούμε προπαντός για την φερμέλη και τα τουζλούκια του). Οι τρεις αυτοί είναι:
Ο ζέχας, ο γαϊτανωτής, ο κεντιστής.
Ο ζέχας κάνει τα ζέχια, δηλαδή τη γραμμή, η οποία ράβεται απάνω στο ύφασμα της φέρμελης και με την εξοχή της σχηματίζει τα κεντήματα.
Ο γαϊτανωτής εργάζεται στα γαϊτανώματα, δηλαδή στην πλατιά γραμμή που προσαρμόζεται στην άκρη της στολής, το πλαίσιο να πούμε.
Ο κεντιστής είναι αυτός που με τα ζέχια σχηματίζει το κέντημα.
Το έργο, που εργάζονται οι τρεις αυτές ειδικότητες, είναι επίπονο, βραδύ, απέραντο, αληθινός άθλος. Είναι η στολή του φουστανελά. Έργο εξωτικό για το περίπλοκο κέντημά του και για τη λαμπρότητά του. Τραγικό για την φθορά των ματιών που χρειάζεται. Γενεές ελληνορραπτών πέρασαν σκυμμένες απάνω σ’ αυτό, σταυροκαθισμένες στο ράφι. Το κέντρο της ελληνορραπτικής ήταν τα Γιάννενα. Αυτά έδωσαν τους καλούς τεχνίτες και τον περιφημότερο απ’ αυτούς, τον Νέστορα Αποστολίδη, του οποίου το όνομα παρέδωσε με θαυμασμό ο ελληνορράπτης στον ελληνορράπτη, και του
οποίου το ιστορικό ψαλίδι ευτύχησε να κληρονομήσει ο Γεωργούλας.
Ο δεύτερος ξακουσμένος ελληνορράπτης ήταν ο Γεωργίου, πίσω από την Αγία Ειρήνη, τεχνίτης της φρουράς των Ανακτόρων. Η δύση της ελληνορραπτικής είχε γίνει, να πει κανείς, προ πενήντα ετών. Διότι, αν κυριαρχούσε ακόμη τότε η κοντή αγροτική φουστανέλα, είχε όμως σχεδόν παύσει να γίνεται η Πελοποννησιακή φουστανέλα τα τουζλούκια, η μακριά φουστανέλα, η οποία στον αγώνα ήταν η κυρίως πολεμαρχική στολή κι έπειτα έμεινε η αστική ενδυμασία. Τον τύπο της αστικής φουστανέλας τον διετήρησε ως τελευταία ο Στριφτόμπολας, και οι περισσότεροι από τους σημερινούς θυμούνται το φανταστικό θέαμα που παρουσίαζε ο κυπαρισσένιος γηραιός πολιτευόμενος των Πατρών μέσα στην εξευρωπαϊσμένη πρωτεύουσά μας. Θα συμπληρώσω την ονοματολογία με τον καθορισμό των τριών κομματιών της αστικής και πολεμαρχικής στολής.
Είναι:
Η φόρμα = το κεντητό γελέκι με τα μανίκια. Η φέρμελη = το επανογέλεκο.
Το τουζλούκι = η κουμπωτή κάλτσα.
Να πούμε πως εξεφώνησα τον επικήδειο του πολιτισμού των πτυχώσεων στην Ελλάδα; Όχι. Η γνώμη μου – και την είπα και άλλοτε – είναι πως μπορούμε και πρέπει να αντισταθούμε. Δεν πρόκειται βέβαια να τα βάλουμε με την αμείλικτη πραγματικότητα. Η ζωή δεν κάνει συμβιβασμούς. Η φουστανέλα, σήμερα, για τον χωριάτη θα ήταν δανδική παραφροσύνη. Χρειάζεται ολόκληρο τόπι πανί γι’ αυτή. Κι εκτός αυτού, τα εξαρτήματά της, τα τσαρούχια, η κάπα, το σιλάχι, η σκούφια, η πατατούκα, και το φοβερότερο απ’ όλα η κάλτσα – το μαγιώ, στο οποίο η τιμή του φουστανελά δεν επιτρέπει την ελάχιστη ζαρωματιά – αποτελούν όλα μαζί μια περιπέτεια, την οποία κανένας δεν έχει τον ηρωισμό ν’ αντικρύσει, στην εποχή της ταχύτητας και της οικονομίας.
Η φουστανέλα μένει και θα μείνει απλή διακόσμηση και ιστορία με τη στολή του Προτύπου των Ευζώνων. Από τη ζωή χωρίστηκε οριστικώς. Αλλά τούτο δε σημαίνει πως πρέπει και να χαθεί. Θα κάμουμε ό,τι και άλλα κράτη. Η Ελβετία προσπαθεί με χρηματικά βραβεία να σώσει το λαϊκό ένδυμα των χωριών της. Όταν, εδώ και είκοσι χρόνια, για ομοίους οικονομικούς λόγους, διέτρεξε κρίση το Σλόϋδ της Σουηδίας, η λαϊκή της τέχνη, οι Σουηδοί έλαβαν εξαιρετικά μέτρα για να τη συγκρατήσουν. Και δεν απέτυχαν. Τα έθνη δεν τα παραδίνουν όλα στον θάνατο.
Η ιδέα μου είναι πως, αν θεσπίσουμε τοπικές εορτές, μία κάθε χρόνο, σε διάφορα κέντρα λαϊκής τέχνης της Ελλάδος, και αν κινήσουμε το συμφέρον – πρώτ’ απ’ όλα – έπειτα την φιλοτιμία και την φιλαρέσκεια των αγροτικών μας πληθυσμών, το λαϊκό ένδυμα θα σωθεί. Θα είναι βέβαια στο περιθώριο της ζωής, θα έχει υπόσταση μουσειακή. Αλλά θα υπάρχει. Οι ίδιοι οι χωρικοί μας έδειξαν το δρόμο. Την φουστανέλα οι ορεινοί και τα χωριάτικά των οι γυναίκες τα βγάζουν πλέον από τα σεντούκια και τα φορούν μόνο σ’ ένα γάμο. Ο γάμος είναι η έκθεση λαϊκής τέχνης, που μπορεί να δει κανείς στα χωριά, η σπάνια στιγμή που το χωριό της Ρούμελης χρωματίζεται, και υποχωρεί το πανταλόνι, ο φοβερός παράγων της ομοιομορφίας και της μονοτονίας, για να βγουν στο φως τα χρώματα, τα κλαριά, οι φαντασίες, το παιχνίδι, η τέχνη. Όταν αυτό συμβαίνει, θα πει πως ο λαός δεν έχασε ακόμα την αγάπη του στολιδιού. Το χρειάζεται στη σπάνια ώρα που ξοδεύει το περίσσευμα της ενεργείας του. Αυτό μας πείθει πως η λαϊκή ενδυμασία μπορεί να μείνει σαν διακόσμηση της ζωής, σαν έκφραση χαράς – και είναι τόσο λίγη! – του αγροτικού μας πληθυσμού, αρκεί να ζωντανέψουμε το ενδιαφέρον του με τοπικές εορτές, που θα δώσουν αφορμή να επιδειχθεί ο λαός μέσα στο τοπικό του ρούχο και στην τέχνη του.
Ένας τέτοιος θεσμός θα είναι αγώνισμα ομορφιάς και λαϊκής τέχνης. Θα είναι Δελφικές εορτές, χωρίς το δράμα, μόνο με το λαογραφικό των μέρος, με τους χορούς των, με το λαϊκό των αγώνισμα, με το θέαμά των, με το πρατήριό των και με τα χρηματικά των βραβεία. Μια ηθική και υλική εμψύχωση, όπως την φαντάζομαι – μια από τις πολλές για τη λαϊκή τέχνη – θα συντρέξει να σώσουμε την φουστανέλα, έστω και ως κόσμημα, όχι ως φόρεμα, αλλά πάντως να παρατείνουμε τη διάρκειά της. Και όχι μόνο τη δική της διάρκεια, αλλά και πολλών ειδών λαϊκής τέχνης, που αποτελούσαν το επιτελείο της. Ας μη λησμονούμε πως, δυστυχώς, φεύγει κι αυτή σύμφωνα με το πρωτόκολλο των ηγεμόνων: με συνοδεία.