ΦΟΡΟΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ
Τον συνάντησα και πάλι
με σκυμμένο το κεφάλι.
Είχε το βλέμμα θλιμμένο
το πρόσωπο κουρασμένο.
Τον ερώτησα τι έχει
αλλά κείνος «πέρα βρέχει».
Συνεχώς παραμιλούσε.
Καμμιά φορά εγελούσε.
Εμιλούσε γιά θυσίες
που αποδείχτηκαν βλακείες.
Έλεγε για κάτι κλέφτες.
Ήταν ρουφιάνοι και ψεύτες.
Αυτός από νοικοκύρης
εκατάντησε μπατήρης.
Τον εβάλανε στο λούκι.
Του πήρανε το σεντούκι.
Aφού δεν υπήρχε δουλειά,
επιάστηκε απ’ τα μαλλιά.
Περίμενε κάθε μέρα
μα τον είχαν κάνει πέρα.
Ποιος τον είχε καταραστεί.
Επήγε για να δανειστεί
να σώσει το νοικοκυριό.
Πάει και το σπίτι στο χωριό.
Πίστεψε κάτι λεβέντες.
Έλεγαν παχειές κουβέντες.
Ελούζοντο με κολώνια
σαν φωνάζαν στα μπαλκόνια.
Έλληνας με φιλότιμο
πίστεψε κάθε άτιμο.
Να που έφθασε η ώρα
να βγούνε όλα στη φόρα.
Τώρα στους δρόμους περπατά
Τρικλίζει και παραπατά.
Έμεινε πλέον στον άσσο.
Κοντεύω πιά να τα χάσω.
Όταν ανάψει η φωτιά
ρίχνε και σύ καμμιά ματιά.
Έχε συνεχώς το νού σου.
Θάρθει απ’ του διπλανού σου.
TOY ΕΛΛΗΝΑ Ο ΤΡΑΧΗΛΟΣ…
Πειραιάς, Δεκέμβριος 2005
Γεώργιος Βελλιανίτης