Εν αρχή ήταν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν ως προς τον Θεό.
O Θεός ήταν ο Λόγος και Αυτός υπήρχε εν αρχή προς τον Θεό.
Τα πάντα μέσω αυτού εγένοντο και χωρίς αυτόν θα ζούσαμε στο σκότος.
Περπατώ χαμένο κορμί, σε άσεμνα μονοπάτια.
Χάλασε η πυξίδα μου. Αποδιωγμένος και παρανοϊκός κραυγάζω.
Σαν άγριο ζώο δεν επικοινωνώ με Εκείνον.
Γκρέμισα το θεμέλιο.
Εκδιωγμένος στα Τάρταρα.
Βαριές οι αλυσίδες στις μυλόπετρες του σκότους.
“Πώς να γυρίσω στον Δημιουργό” αναρωτιέμαι.
“Στον Αμνό,τον εσφαγμένο από καταβολής κόσμου;”
“Δεν είναι ποτέ αργά” ακούγεται μια φωνή στην έρημο.
“Περιμένω την επιστροφή σου στο θεμέλιο του κόσμου,
και θα κάνω πεδιάδα για σένα το έδαφος το ανώμαλο,
και τα τραχιά υψώματα κοιλάδα∙
Για να ‘ρθεις πάλι να με βρεις
Και τότε η Δόξα του Κυρίου θα φανερωθεί
Για να την δει κάθε άνθρωπος”
Το ποίημα αυτό, της Σοφίας Κιόρογλου, δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδεια της ποιήτριας για την οποία και την ευχαριστούμε πολύ!