Επιστροφή στην Ιθάκη, της Σοφίας Κιόρογλου
Από μικρός αγαπούσα το υδάτινο στοιχείο. Θυμάμαι ότι το βράδυ πριν κοιμηθώ, έκλεινα τα βλέφαρα μου και φανταζόμουνα πως άλλοτε ήμουν ψαράκι σαν τον Νέμο από την ομώνυμη ταινία και συνομιλούσα με τις μέδουσες, τους ξιφίες και τις θαλάσσιες χελώνες. Άλλοτε πάλι ήμουν ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά μήκος και κυνηγούσα τα ψάρια που πλησίαζαν, μένοντας ακίνητος και κρυμμένος ανάμεσά στην πλούσια υδρόβια βλάστηση. Μερικές φορές έτρωγα βατραχάκια ενώ κάποιες άλλες κολυμπούσα στα γαλαζοπράσινα νερά μιας παραλίας που δεν την ήξερα αλλά την ένιωθα πολύ δικιά μου. Όταν έκλεισα τα οκτώ, η μαμά μου μου αγόρασε ένα βιβλίο για την Ιθάκη, την πατρίδα του μπαμπά. Το ίδιο βράδυ άρχισα να το διαβάζω και τότε ανακάλυψα ότι η παραλία στην οποία κολυμπούσα στα όνειρα μου ήταν το Σαρακινάρι. Αμέσως αναγνώρισα εκείνα τα καταπράσινα κρυστάλλινα νερά της παραλίας. Ξύπνησαν τόσο βαθιά συναισθήματα. Έκλεισα το βιβλίο και αποκοιμήθηκα κρατώντας το σφιχτά αγκαλιά.
Το επόμενο πρωί χτύπησε ανελέητα το ξυπνητήρι.
«Όχι πάλι σχολείο… θέλω να πάω στη θάλασσά» φώναζα στην μαμά μου και σκέπαζα το πρόσωπο μου με το σεντόνι, ζουλώντας ατίθασα το μαξιλάρι μπας και το αίτημα μου εισακουστεί. Καμία τύχη. Η μητέρα μου ήταν ανένδοτη. «Σήκω Τάσο! Θα αργήσεις και μετά θα γκρινιάζεις» έλεγε και έτρεχε να ετοιμάσει το πρωινό για μένα και τον πατέρα.
Ετοιμάστηκα γρήγορα και κάθισα με τον πατέρα μου στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας.
– «Κοιμήθηκες καλά αγόρι μου;» με ρώτησε ο πατέρας.
– «Μια χαρά μπαμπά… Ξέρεις διάβαζα χθες για την Ιθάκη. Τι όμορφα που είναι κει».
– «Το ξέρω παιδί μου. Από κει ήταν ο προπάππος μου, ο Διονύσης. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα του».
– «Αλήθεια μπαμπά;» ρώτησα γεμάτος περιέργεια αλλά και μια κρυφή ελπίδα ότι θα πηγαίναμε κάποια στιγμή όλοι μαζί εκεί.
– «Ναι. Ο παππούς σου ο Γιώργος παραθέριζε στο Κριτάμι. Είναι κοντά στο Κιόνι προς το νοτιά, μετά τον κάβο του Άη Λια με το ομώνυμο εκκλησάκι. Ήταν τόσο όμορφα. Περάσαμε τα πιο όμορφα καλοκαίρια με τον θείο σου στην μικρή εκείνη παραλία με το λευκό βότσαλο».
– «Μπαμπά θα πάμε το καλοκαίρι εκεί;» είπα κυριευμένος από ασίγαστο πόθο να γίνει πραγματικότητα το όνειρο μου. Δεν πήρα απάντηση…
Ένα απόγεμα πήρε τηλέφωνο ο θείος μου ο Βασίλης από την Νέα Μάκρη. «Τι κάνεις Τασούλη μου; Καιρό έχω να σε ακούσω παιδί μου. Πως πάνε τα μαθήματα;»
«Καλά θείε. Θα με πάρεις για ψάρεμα όταν έρθουμε με τους γονείς μου;»
«Nαι Τασούλη μου. Θα πάρω το ψαροντούφεκο και θα ψαρέψουμε στα βαθιά συναγρίδες».
Δύο μήνες πέρασαν μέχρι να αποφασίσει ο μπαμπάς να επισκεφτούμε τον θείο και μόλις φτάσαμε πετάχτηκα σαν ελατήριο από το αμάξι και έτρεξα στον θείο μου τον Βασίλη. Δεινός κολυμβητής ο θείος μου… Ήταν μηχανικός στα καράβια μια ολόκληρη ζωή. «Δύσκολη η ζωή του ναυτικού, παιδί μου» μου έλεγε. «Την θάλασσα την αγαπώ μα δεν την εμπιστεύομαι. Τη μια σου χαμογελάει και την άλλη σου σκάβει τον λάκκο». Τα λόγια του χαραγμένα στην μνήμη μου ακόμα. Σημάδεψαν την πορεία μου μετέπειτα.
Τα χρόνια πέρασαν και έφτασε η στιγμή του διορισμού μου στην Ιθάκη ως αναπληρωτής δάσκαλος στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μετά από πολύ τρέξιμο και περπάτημα βρήκα ένα δωμάτιο κτισμένο στο Κατσικούλι. Ύστερα από χρόνια βρέθηκα στην πραγματικότητα σε εκείνο το μέρος που κολυμπούσα, σε εκείνη ακριβώς την παραλία. Τι ηρεμία και ειρήνη νιώθουν τα ψάρια… Μακριά από τα δήθεν και τα τάχα της μεσοαστικής πραγματικότητας που εγκλωβίζουν το άτομο στην καθημερινή πάλη του σήμερα δίχως αύριο. Βαρέθηκα τη στυγνή πραγματικότητα που μας περιβάλλει όλους και μας σκοτώνει τα όνειρα και τις ελπίδες για ένα μέλλον φωτεινό, αισιόδοξο και ανθρώπινο. Εκεί γνώρισα τον μπαρμπά Συμεών από το Φιλιατρό που άραζε την βάρκα του για να ψαρέψει.
– «Θέλεις να μου κάνεις παρέα να ψαρέψουμε;» Έγνεψα θετικά και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. «Καινούργιος στον τόπο μας;» με ρώτησε. «Ναι, δεν έχω μέρες. Διορίστηκα εδώ στο σχολείο. Ο προπάππος μου ο Διονύσης ήταν από τον τόπο τούτο».
– «Η Ιθάκη παλικάρι μου είναι σαν τις Σειρήνες. Σαν τις ακούσεις επιστροφή δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει φευγιό».
Αυτή η βόλτα με το καϊκάκι του μπάρμπα Συμεών ακόμη να τελειώσει. Δυό χρόνια τώρα και σαν να ρίζωσα στον τόπο τούτο. Κάθε βράδυ πηγαίνουμε για ψάρεμα και κει στον Αη Λιά ρίχνουμε τα δίχτυα μας. Όταν έχει μπονάνζα, βάζουμε το τρανζιστοράκι και τραγουδάμε. Αυτό το ταξίδι στην Ιθάκη μακάρι να κρατήσει για πάντα. Δεν είμαι εγώ φτιαγμένος για την μεγαλούπολη. Αυτή θα σε φάει ζωντανό αφού πρώτα σε τρελάνει. Φοβάμαι να γυρίσω πίσω αν και η μητέρα επιμένει ότι τουλάχιστον θα ‘χω ένα ζεστό φαγητό και τα ρούχα μου σιδερωμένα. Για μένα αυτή είναι ζωή. Ο ερχομός μου στην Ιθάκη είναι ο τελικός προορισμός ενός ταξιδιού με το όνομα Ζωή.
Το διήγημα αυτό της Σοφίας Κιόρογλου -σε πρώτη Δημοσίευση για την Ματιά- δημοσιεύεται με την άδεια της ποιήτριας-συγγραφέως για την οποία και την ευχαριστούμε πολύ!