Στην επέτειο των 150 χρόνων από την κοίμηση και 250 χρόνων από τη γέννησή του
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΑΛΑΝΤΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Απόσπασμα από την ιστορική μελέτη του Κώστα Β. Καραστάθη «Επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ένας μεγάλος αγωνιστής του 1821 και ανεπίληπτος ιεράρχης» (σελ. 220), πού γράφηκε και κυκλοφορήθηκε με την ευκαιρία της συμπληρώσεως εφέτος 150 ετών από την κοίμηση και κατά το Επόμενο χρόνο 250 ετών από τη γέννηση του αοίδιμου ιεράρχη.
[Ε ι σ α γ ω γ ι κ ά: ο φλογερός επαναστάτης, μέγας αγωνιστής και ανεπίληπτος ιεράρχης επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς υπήρξε ένας από τούς τρεις πρωτεργάτες της επαναστάσεως του 1821 στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, (οι άλλοι δύο ήσαν ο Αθανάσιος Διάκος και ο Σαλώνων Ησΐας), ξεσήκωσε και απελευθέρωσε τη Λοκρίδα (31-03-1821), πρωτοστάτησε στη Συνέλευση των Σαλώνων και την Α΄ εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, και ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου πρόσφερε πολλά στον αγώνα, αλλ’ έπαθε και πολλά… Παράλληλα προς τις εθνικές, πρόσφερε και τις αρχιερατικές υπηρεσίες του στην εκκλησία της Λοκρίδας, της Παροναξίας και της Ιδιαίτερης πατρίδας του Αθήνας, αρχικά ως Τοποτηρητής Αττικής, αργότερα ως επίσκοπος Αττικής, και εν συνεχεία ως Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Κατά τη διακυβέρνηση του τόπου από τον Καποδίστρια υπήρξε ένας από τούς συνεργάτες του Κυβερνήτη, ενώ κατά τη διακυβέρνηση του Όθωνα αγωνίστηκε θαρραλέα να υπερασπισθεί τα θέσμια της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων των αλλόδοξων Βαυαρών.]
Μ’ όλες του τις αδυναμίες ο Άρειος Πάγος -η τοπική Διοίκηση της επαναστατημένης ανατολικής Στερεάς Ελλάδας- και σε καιρούς πολύ σκληρούς πολιτεύτηκε ως πραγματική Κυβέρνηση της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας· μεριμνούσε για τα πάντα του αγώνα στην ανατολική Χέρσο Ελλάδα, από το διορισμό και την προαγωγή των οπλαρχηγών μέχρι και τη διοικητική μέριμνα του στρατεύματος, και τους μισθούς των αγωνιστών και τις ζωοτροφές, αλλ’ επέβαλλε και τις «συνεισφορές» (φόρους) προς την πλευρά των πολιτών, προκαλώντας έτσι και τις μόνιμες γκρίνιες και διαμαρτυρίες του λαού. Είχε Αρμοδιότητα να κρίνει τις διαφορές μεταξύ επαρχιών, να φροντίζει για την ίδρυση και εποπτεία σχολείων, ορφανοτροφείων και νοσοκομείων, να εκδικάζει πολιτικές και ποινικές υποθέσεις, να εκδίδει διαβατήρια.
Από την αρχή της επαναστάσεως μέχρι τα μέσα του 1822 συγκροτούσε αποστολές αρειοπαγιτών στις διάφορες επαρχίες της δικαιοδοσίας του, οι οποίοι επέβλεπαν την είσπραξη των εισφορών, ώστε ν’ αποτρέπεται η παρακράτηση από τρίτους (κυρίως από τούς προεστούς). Παράλληλα συνεργαζόταν με την Προσωρινή Διοίκηση. Πέρα από τα συχνά αιτήματά του, παρείχε στην κυβέρνηση πληροφορίες περί του εχθρού, έκανε προτάσεις για την αντιμετώπιση διαφόρων γενικότερων προβλημάτων κ.ά.
Ίδρυσε και συντηρούσε στρατόπεδα στα Σάλωνα, στα Δερβένια, στα Βρυσάκια, στην Κάρυστο, στη Μενδενίτσα κ.α. Και στην υπέρτατη Διοίκηση, που σε έγγραφό της τον κατηγόρησε για αμέλεια περί την περισυλλογή των εισφορών, η απάντησή του ήταν αποστομωτική: «ο Άρειος Πάγος χωρίς χρήματα προβλέπει ζωοτροφίας, πληρώνει ναύλους, αγοράζει πολεμικά εφόδια, συστήνει απέναντι του Ζητουνίου και του Πατρατζικίου στρατόπεδα, και διασκορπισθέντα τα συνάζει. Εμποδίζει μυριοτρόπως την συνήθη Ελληνικήν λιποταξίαν, ενασχολείται να εύρη τροφάς με μόνην την ελπίδα των γροσίων της συνεισφοράς (δεν λέγω τούς μισθούς των στρατιωτών) και πάλιν αμελής ο Άρειος Πάγος;» (…)
Έδρα του Αρείου Πάγου είχαν οριστεί τα Σάλωνα, ωστόσο, ο πρόεδρος και τα μέλη του περιφέρονταν από τόπο σε τόπο, όπου τον καλούσαν οι ανάγκες του πολέμου: Δίστομο, Αθήνα, Σαλαμίνα, Ξηροχώρι, Λιθάδα, Καζνέσι, Λίμνη Ευβοίας, Πολιτικά κ.α. «Δια να κινηθή η μηχανή του Αρείου Πάγου με περισσοτέραν ταχύτητα και δραστηριότητα, γράφει προς την υπερτάτη Βουλή την 22 Φεβρουαρίου 1822, ήτον ανάγκη να γίνη εύτακτος διοργανισμός εις τας εφορείας των επαρχιών, και τούτο δεν ήτο ποτέ δυνατόν να κατορθωθή, αν δεν περιήρχετο αυτοπροσώπως ο Άρειος Πάγος εις κάθε επαρχίαν· αποφασίσαμεν να υποφέρωμεν και αυτήν την ταλαιπωρίαν της περιηγήσεως.» Περιερχόμενοι όλας τας επαρχίας και εξετάζοντες κατ’ ακρίβειαν την εσωτερική κατάστασιν, είδομεν ότι το κυριώτερον, και δια να ειπώμεν, το αναγκαιότατον, λείπει∙ δηλαδή σίτος και πολεμικά εφόδια.»
Σ’ έγγραφό του από 5 Μαρτίου 1822, γραμμένο στη Λίμνη Ευβοίας προς τον Μινίστρο των εσωτερικών και προσωρινό Μινίστρο του Πολέμου, γράφει ότι η μετάβασή του από τόπο σε τόπο ήταν αναγκαία επειδή τα πάντα βρίσκονταν σε αταξία· έφοροι δεν υπήρχαν, οι καπετάνιοι δε γνώριζαν τις υποχρεώσεις τους, οι στρατιώτες δε γνώρισαν σε ποιούς να υπακούουν και ο κόσμος εδιοικείτο κατά τύχην. Έπρεπε λοιπόν να περιέλθουν σ’ όλες τις επαρχίες της Αρμοδιότητάς τους να συστήσουν εφορείες και να βάλουν σε τάξη τα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα.
Αυτές οι μετακινήσεις των αρειοπαγιτών από τόπο σε τόπο με τα υποζύγια ή με τα πλοία της εποχής ήταν μια διαρκής περιπέτεια για όλους, πολύ περισσότερο μάλιστα για το εξηντάχρονο επίσκοπο. Και σ’ ένα ταξίδι τους στον Ευβοϊκό με το πλοίο του Αλέξανδρου Κριεζή λόγω της μεγάλης τρικυμίας λίγο έλειψε ν α π ν ι γ ο ύ ν! (…)
Στα έγγραφα των προαγωγών ο Πρόεδρος Νεόφυτος, επαινούσε τους προαγόμενους αξιωματικούς και, μη λησμονώντας και την πατρική επισκοπική ιδιότητά του, πρόσθετε και λόγους συμβουλευτικούς, πατρικούς, ωσάν σε προσωπική επιστολή: «έχετε λοιπόν, παιδιά μου, ομόνοιαν και αγάπην αναμεταξύ σας δια να πηγαίνωσιν αι δουλειαί σας καλά. Και όταν εσείς έχετε ομόνοιαν και αγάπην, βέβαια, αι δουλειαί σας καλά θα πηγαίνωσιν και τότε θα επαινήσθε από όλον το Γένος και από τούς συναδελφούς σας στρατιώτας (Προς καπεταναίους Βερούση, Γεώργη, Νικολό κλπ.). Ή «(…) Σπεύσον τέκνον της πατρίδος αγαπητόν να τιμήσης το αξίωμα αυτό με νέα της ανδρείας σου αριστουργήματα, τρέξε εις το στάδιον της δόξης, φόβιζε, κτύπα και νίκα τον εχθρόν, οδηγούμενος πάντοτε από την φρόνησιν, η οποία πάντοτε φέρει μαζί της της νίκης το τρόπαιον. Λιθάδι τη 29 Μαρτίου 1822» (Προς καπετάν Σπ. Κοντογιάννη).
Το έγγραφο του Αρείου Πάγου προς το στρατόπεδο του Ευρίπου τελειώνει ως Εξής: «Δια τούτο λοιπόν, παιδιά μου, ανδρίζεσθε και μη φοβήσθε πλέον τούς Τούρκους, διότι αυτοί είναι διωρισμένον από τον Θεόν να χαθούν. Και μιμηθείτε τους άλλους συναδελφούς σας, οι οποίοι χθες αντικρύ μας επολέμησαν γενναίως εις την Στυλίδα και Αγίαν Μαρίναν και τας εκυρίευσαν.»
Ο Νεόφυτος σύμφωνα με τη διαταγή του Μινίστρου Θρησκείας επισκόπου ανδρούσης Ιωσήφ (19 Μαΐου 1822) και τη διαταγή του Μινίστρου Οικονομίας Πανούτσου Νοταρά (20 Μαΐου 1822) διορίζεται ως υπεύθυνος – και με τη συνεργασία υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομίας – για την περισυλλογή των ασημικών και των χρυσαφικών απ όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες της περιφέρειας του Αρείου Πάγου, για να χησιμοποιηθούν από την υπερτάτη Διοίκηση για την κατασκευή νομισμάτων του Κράτους. ο Νεόφυτος, αναλαμβάνοντας προθύμως να εκτελέσει τις παραπάνω διαταγές, απαντά στον Μινίστρο της Θρησκείας λίγες ημέρες αργότερα: “Επιτάττομα εις το να αναλάβω φροντίδα μετά σπουδής του συλλέξα εκ των ιερών Μοναστηρίων, και των εκκλησιών των εις την του Αρείου Πάγου περιφέρειαν ευρισκομένων άργυρον και χρυσόν, ως με ιδεάζει και το της Οικονομίας Μινιστίριον, κατά την διαταγήν της υπερτάτης Διοικήσεως…» Και εξετέλεσε μ’ επιτυχία και αυτή την ανειλημμένη υπόθεση. (…)
Ακαταπόνητος και αεικίνητος ο Νεόφυτος παρευρίσκετο όπου τον καλούσε η ανάγκη, και πρόσφερε ύψιστες υπηρεσίες στην αγωνιζόμενη τότε Ελλάδα μέχρι την τελική δικαίωσή της, την απόκτηση της ελευθερίας της. ακόμη και στρατολόγηση αγωνιστών διενέργησε στις Κυκλάδες κατά την προετοιμασία της δεύτερης εκστρατείας εναντίον των Τούρκων της Καρυστίας στις αρχές του 1823. Τότε συνάντησε στη Μύκονο τη Μαντώ Μαυρογένους, πού είχε επισκεφθεί το νησί της μητέρας της, και την έπεισε να βοηθήσει τόν αγώνα. η μεγάλη Ελληνίδα πρόθυμα εξόπλισε με δαπάνες της σώμα από συμπατριώτες της στα Κυκλαδονήσια για την εκστρατεία (δεκάξι λόχους των 50 ανδρών καθένας), και συμμετέσχε στον αγώνα και η ίδια!
Πολύ συχνά οι ανάγκες όλες του πολέμου στην ανατολική Στερεά και την Εύβοια έπεφταν στους ώμους του Νεόφυτου. Τουφέκια, μπαρουτόβολα, τροφές, μισθοί, ζωοτροφές, αλλά και η συμμετοχή του στις προαγωγές των στρατιωτικών, σε δίκες, καταδίκες, όλα στην ευθύνη του… Και στις ατέλειωτες διενέξεις εκείνος ήταν ο μόνιμος συμβιβαστής. Και συμπαραστάτης και βοηθός στους αδικουμένους και τους έχοντες ανάγκη. (…)